ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΜΑΣ

Σελίδες

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΑ ΜΝΗΜΟΝΙΑ ΜΑΣ "ΕΔΕΣΑΝ" ΜΕ ΤΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΣΕΓΚΕΝ, ΔΟΥΒΛΙΝΟΥ ΚΑΙ ΛΙΣΣΑΒΩΝΑΣ


Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΣΕΓΚΕΝ ΚΑΙ ΤΑ ΕΓΛΗΜΑΤΙΚΑ «ΛΑΘΗ» ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ

Την Παρασκευή, 4 Μαρτίου 2016, συνεδρίασε το συμβούλιο πολιτικών αρχηγών στο Προεδρικό Μέγαρο, προκειμένου να συζητηθούν οι δυνατότητες εξεύρεσης λύσης στο μείζον προσφυγικό – μεταναστευτικό ζήτημα, το οποίο αντιμετωπίζει η χώρα μας, καθώς και να επιδιωχθεί η χάραξη εθνικής πολιτικής, με τη συναίνεση των περισσοτέρων κοινοβουλευτικών κομμάτων. 

Όπως ήταν αναμενόμενο, γνωρίζοντας το ποιόν του πολιτικού προσωπικού της χώρας, το αποτέλεσμα ήταν, επί της ουσίας, μηδενικό και τραγικό για τη χώρα και το λαό και, σε κάθε περίπτωση, αναντίστοιχο της κρισιμότητας των στιγμών. Τόσες ώρες καταναλώθηκαν, προκειμένου να εκδοθεί στο τέλος ένα ανακοινωθέν, που ομοιάζει με παιδική έκθεση ιδεών και με απλό ευχολόγιο. Τα πάντα ήταν κατώτερα των περιστάσεων.

Υπενθυμίζω, ότι την τελευταία φορά, που συνεκλήθη συμβούλιο πολιτικών αρχηγών στο Προεδρικό Μέγαρο για ένα μείζον εθνικό θέμα, ήταν αμέσως μετά το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 και από αυτό το συμβούλιο προέκυψε το τρίτο και χειρότερο μνημόνιο. 

Ως εκ τούτου, δικαίως θα πρέπει να ανησυχεί ο ελληνικός λαός για το αποτέλεσμα αυτής της σύσκεψης, διότι η όποια ουσία του δεν κρύβεται μόνο στο κοινό ανακοινωθέν, αλλά και σε όσα συζητήθηκαν και δεν ανακοινώθηκαν. Πολύ περισσότερο θα πρέπει να ανησυχεί ο ελληνικός λαός, όταν διαπιστώσει, από την ανάγνωση του παρόντος άρθρου, ότι η σημερινή τραγική για τη χώρα μας κατάσταση, η οποία βαίνει επιδεινούμενη, οφείλεται σε ολέθριες αποφάσεις και πολιτικές όλων των ελληνικών κυβερνήσεων, ιδίως από το 2000 και επέκεινα.

Α.- Ό,τι πρέπει να γνωρίζετε για τη συνθήκη Σένγκεν και τα «παραρτήματά» της

Θα ξεκινήσω το παρόν άρθρο μου θέτοντας στους αναγνώστες ορισμένα αυτονόητα ερωτήματα, τα οποία ο καθένας οφείλει να απαντήσει στον εαυτό του με κάθε ειλικρίνεια:

1) Γνωρίζετε τί προβλέπει η περίφημη συνθήκη Σένγκεν και τα παραρτήματά της;

2) Τύχατε ποτέ στοιχειώδους ενημέρωσης από δημοσιογράφους των γνωστών συστημικών μέσων «ενημέρωσης» ή από εκπροσώπους της κυβέρνησης και του κόμματος της αξιωματικής «αντιπολίτευσης» για το περιεχόμενό της;

Δυστυχώς, ό,τι ακριβώς συνέβη με την είσοδό μας στην Ευρωζώνη το ίδιο ακριβώς συνέβη και με την είσοδό μας στη συνθήκη Σένγκεν. Δηλαδή, εισήλθαμε με άκρως δυσμενείς – καταστροφικούς για τη χώρα μας όρους, χωρίς να πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις για ένα τόσο σημαντικό εγχείρημα, χωρίς να έχουν εξασφαλισθεί στοιχειώδη εθνικά συμφέροντα, αλλά και χωρίς να υπάρχει η δέουσα ενημέρωση των Ελλήνων πολιτών. 

Αντιθέτως, υπήρξε συσκότιση, εάν όχι παραπληροφόρηση των πολιτών. Θα θυμούνται όλοι οι αναγνώστες με τί διθυράμβους οι πολιτικοί των περισσοτέρων κομμάτων της Βουλής, αλλά και οι δημοσιογράφοι των συστημικών μέσων «ενημέρωσης» εμφάνιζαν στους πολίτες την είσοδο της χώρας μας στην Ευρωζώνη, αλλά και στη συνθήκη Σένγκεν, ως εθνικά επωφελή. Οι συνέπειες για τη χώρα μας, αλλά και για την ενότητα της Ευρώπης, αποδείχθηκαν ολέθριες, διότι τόσο η νομισματική ένωση, όσο και η κατάργηση των συνοριακών ελέγχων στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και η θέσπιση ενιαίων διαδικασιών για τη χορήγηση ασύλου, έγιναν χωρίς να υπάρξει πολιτική ένωση της Ευρώπης, αλλά και ίδρυση κοινού συστήματος ασφάλειας και άμυνας των χωρών μελών της Ένωσης.

 Σ’ ό,τι δε αφορά στη χώρα μας, εισήλθαμε στη ζώνη του Ευρώ, αλλά και στη συνθήκη Σένγκεν, χωρίς να έχουμε εξασφαλίσει την προστασία της οικονομίας μας, αλλά και των εξωτερικών συνόρων μας. Αναλάβαμε δηλαδή δεσμεύσεις, οι οποίες απεδείχθησαν και αποδεικνύονται δυσμενείς και καταστροφικές για τη χώρα μας, χωρίς να έχουμε εξασφαλίσει τα στοιχειώδη εθνικά συμφέροντα. Αντιθέτως, οι πολιτικοί μας εξυπηρέτησαν, εκόντες άκοντες, τα συμφέροντα της Γερμανίας, συμβάλλοντας στην οικοδόμηση μίας γερμανικής  Ευρώπης, η οποία θα οδηγήσει και οδηγεί τελικώς στη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 

Ως προς την είσοδό μας στην Ευρωζώνη, η οποία οδήγησε στη ραγδαία αύξηση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου εμπορικών συναλλαγών και συνακόλουθα στην αύξηση του χρέους και στην απόλυτη εξάρτηση της χώρας, βιώνουμε τις δυσμενείς συνέπειες εδώ και έξι περίπου έτη. Το ίδιο ισχύει και με τη συνθήκη του Σένγκεν, δηλαδή οι δυσμενείς συνέπειές της άρχισαν να γίνονται ιδιαιτέρως αισθητές πριν από έξι περίπου έτη, όταν ξεκίνησε η προκληθείσα από τις μεγάλες δυνάμεις της Δύσης αναταραχή στις χώρες της Βόρειας Αφρικής και στις χώρες της Μέσης Ανατολής (η περίφημη «Αραβική Άνοιξη»). Ωστόσο, αυτές οι δυσμενείς συνέπειες άρχισαν να κορυφώνονται και να καθίστανται καταστροφικές από το καλοκαίρι του 2015, λόγω της εγκληματικής για τους πρόσφυγες και για τα εθνικά συμφέροντα της χώρας «πολιτικής» της κυβέρνησης ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – ΑΝ.ΕΛ., η οποία θα αναλυθεί στη συνέχεια.

Η συνθήκη Σένγκεν και τα «παραρτήματά» της

Παραθέτω, λοιπόν, ό,τι ακριβώς προβλέπουν η συνθήκη Σένγκεν και τα «παραρτήματά» της, η οποία, όπως το ευρώ, θεωρείται «ιερή αγελάδα» από την κυβέρνηση και από τα υπόλοιπα μνημονιακά κόμματα της «αντιπολίτευσης». Παράλληλα, όπως συνηθίζω να πράττω στα άρθρα μου, πέραν της ανάλυσής μου, παραθέτω αυτούσια τα αυθεντικά κείμενα (νόμους, συνθήκες, έγγραφα, κλπ), στα οποία αναφέρομαι, προκειμένου ο αναγνώστης να έχει τη δυνατότητα να επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Ειδικότερα:

Η συνθήκη Σένγκεν ή Κώδικας συνόρων του Σένγκεν υπεγράφη, ως αρχική συμφωνία, το 1985 στην κωμόπολη Σένγκεν του Λουξεμβούργου, από την οποία και έλαβε την ονομασία της, με τη συμμετοχή πέντε μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι της Γερμανίας, της Γαλλίας, του Βελγίου, της Ολλανδίας και του Λουξεμβούργου.

 Έκτοτε, υπέστη τροποποιήσεις και το τελικό κείμενό της διαμορφώθηκε με τους αριθμ. 562/2006 και 1051/2013 Κανονισμούς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαρτίου 2006 και της 22ας Οκτωβρίου 2013, αντιστοίχως (SCHENGEN-1 και SCHENGEN-2). Η Ελλάδα υπέγραψε τη συνθήκη, προσχωρώντας σ’ αυτήν, το 1992 (επί κυβερνήσεως Κων/νου Μητσοτάκη), την κύρωσε το 1997, με το Νόμο2514/1997, και την έθεσε σε εφαρμογή το 2000 (επί κυβερνήσεως Σημίτη / Τον επόμενο χρόνο – 2001 – εισήλθαμε και στην Ευρωζώνη).

Ενώ, όμως, η αρχική μορφή της συνθήκης Σένγκεν δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ιδιαιτέρως επιβλαβής για τη χώρα μας, ωστόσο, με την τελευταία τροποποίησή της το 2013, με τον Κανονισμό 1051/2013 (επί συγκυβερνήσεως Σαμαρά – Βενιζέλου – SCHENGEN-2), αλλά και με το «παράρτημά» της, ήτοι με τον Κανονισμό 343/2003 (επί κυβερνήσεως Σημίτη – ASYLO), η συνθήκη Σένγκεν κατέστη απολύτως επιβλαβής για τη χώρα μας, όπως στη συνέχεια θα εξηγήσω. Οι ευθύνες των ελληνικών κυβερνήσεων, που συνυπέγραψαν τις τροποποιήσεις και τα «παραρτήματα», είναι τεράστιες και δεν έχουν καν αναδειχθεί, διότι έχουν επιμελώς συγκαλυφθεί.

Βασικός σκοπός της συνθήκης Σένγκεν (SCHENGEN-1) ήταν και είναι η ακώλυτη – ελεύθερη διακίνηση των πολιτών – υπηκόων των χωρών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 20). Προβλέπει, ωστόσο, διαδικασίες για την καλύτερη φύλαξη των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης, προκειμένου να καταπολεμηθεί η λαθρομετανάστευση (αυτός είναι ο ορθός όρος, που χρησιμοποιείται στην πρώτη σελίδα της συνθήκης, όπου και η αιτιολογική έκθεσή της – βλ. σελ. 1, περ. 6) και η εμπορία ανθρώπων, αλλά και να προληφθεί κάθε απειλή κατά της εσωτερικής ασφάλειας, της δημόσιας τάξης, της δημόσιας υγείας και των διεθνών σχέσεων των κρατών μελών (βλ. άρθρο 12 παρ. 1).

Ως εσωτερικά σύνορα ορίζονται στη συνθήκη «α) τα κοινά χερσαία σύνορα, περιλαμβανομένων των ποτάμιων και λιμναίων συνόρων, μεταξύ των κρατών μελών, β) οι αερολιμένες των κρατών μελών για τις εσωτερικές πτήσεις και γ) οι θαλάσσιοι, ποτάμιοι και λιμναίοι λιμένες των κρατών μελών για τα τακτικά δρομολόγια οχηματαγωγών» (άρθρο 2 παρ. 1). 

Ως εξωτερικά σύνορα ορίζονται στη συνθήκη «τα χερσαία, ποτάμια, λιμναία και θαλάσσια σύνορα, καθώς και οι αερολιμένες και ποτάμιοι, θαλάσσιοι και λιμναίοι λιμένες των κρατών μελών, εφόσον δεν αποτελούν εσωτερικά σύνορα» (άρθρο 2 παρ. 2). Δικαιούχοι του κοινοτικού δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας μεταξύ των κρατών μελών είναι κυρίως οι πολίτες της Ένωσης (άρθρο 2 παρ. 5α), ενώ ως υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος δεν έχει το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας μεταξύ των κρατών μελών, ορίζεται στη συνθήκη «οποιοσδήποτε δεν είναι υπήκοος της Ένωσης (άρθρο 2 παρ. 6). 

Ρητώς προβλέπεται στη συνθήκη η ίδρυση εξειδικευμένης συνοριοφυλακής (άρθρα 14 και 15), αλλά και περιγράφεται ο τρόπος φύλαξης και ελέγχου των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης (π.χ. βλ. άρθρα 4-13).
Όπως σαφώς προκύπτει από το κείμενο της Συνθήκης (SCHENGEN-1), δεν υπάρχει η παραμικρή πρόβλεψη ή διαδικασία αποβολής κράτους – μέλους της Συνθήκης. Το ίδιο ισχύει και για την Ευρωζώνη. 

Ως εκ τούτου, μόνο ως προπαγάνδα και προσπάθεια πρόκλησης πανικού στους Έλληνες πολίτες μπορεί να εκληφθεί από όσους πολιτικούς και δημοσιογράφους διαδίδεται, σε αγαστή συνεργασία με τους ευρωπαίους εταίρους, ότι μεθοδεύεται η αποβολή της χώρας μας από τη συνθήκη Σένγκεν και από την Ευρωζώνη. Ουδείς Ευρωπαίος εταίρος το επιθυμεί πραγματικά, διότι οι Ευρωπαίοι εταίροι θα υποστούν σημαντικές αρνητικές συνέπειες. Θα το επιδιώξουν μόνο, εάν εξασφαλίσουν τη δική μας συναίνεση και υπογραφή σε όρους εξόδου, οι οποίοι θα τους ευνοούν, δηλαδή θα ελαχιστοποιούν τους κινδύνους γι’ αυτούς. 

Αυτή, λοιπόν, η τακτική παραπληροφόρησης και πρόκλησης πανικού στον ελληνικό λαό γίνεται, προκειμένου να εμφανισθεί η έξοδος της χώρας μας από τη συνθήκη Σένγκεν και από την Ευρωζώνη, ως κάτι καταστροφικό για τη χώρα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο ανενημέρωτος και τρομοκρατημένος ελληνικός λαός θα επιθυμεί με κάθε τρόπο την παραμονή της χώρας, τόσο στην Ευρωζώνη, όσο και στη συνθήκη Σένγκεν, αποδεχόμενος ό,τι του επιβάλλεται, ακόμη και όταν αυτή η παραμονή συνεπάγεται τη σταδιακή καταστροφή του (στο υποσυνείδητο του Έλληνα πολίτη εντυπώνουν τη σκέψη, ότι, αφού θέλουν οι ευρωπαίοι εταίροι να μας εκδιώξουν, τότε μας συμφέρει να παραμείνουμε στην Ευρωζώνη και στη συνθήκη Σένγκεν).

Η μετατροπή της συνθήκης Σένγκεν σε κάτι καταστροφικό για τη χώρα μας άρχισε το έτος 2003, επί κυβερνήσεως Σημίτη, η οποία συνυπέγραψε την 18η Φεβρουαρίου 2003 τον αριθμ. 343/2003 Κανονισμό του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αφορούσε στη «θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους, που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου, που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας» (ASYLO). 

Ο συγκεκριμένος Κανονισμός, λειτούργησε και λειτουργεί ως «παράρτημα» της συνθήκης Σένγκεν, διότι σχετίζεται άμεσα με τις διαδικασίες ελέγχου στα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης. Ούτε λίγο ούτε πολύ, με τις προβλέψεις του συγκεκριμένου Κανονισμού, οι «χώρες εισόδου» της Ένωσης, που μετέχουν στη συνθήκη Σένγκεν, είναι υποχρεωμένες να δέχονται στο έδαφός τους, όσους υπηκόους τρίτων χωρών πληρούν τις προϋποθέσεις του πρόσφυγα (όχι του μετανάστη). Κατ’εξοχήν χώρες εισόδου προσφύγων και μεταναστών, που μετέχουν στη συνθήκη Σένγκεν, είναι η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία (βλ. άρθρα 10-14 και 16-20)

Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις προβλέψεις του συγκεκριμένου Κανονισμού (ASYLO), οι υπήκοοι τρίτων χωρών, που πληρούν τις προϋποθέσεις του πρόσφυγα, πρέπει να γίνονται δεκτοί σ’αυτές τις χώρες («χώρες εισόδου») και να παραμένουν σ’αυτές. Μόνο δε σ’αυτές τις «χώρες εισόδου» δύνανται να εργάζονται και όχι στις άλλες χώρες – μέλη της συνθήκης Σένγκεν. Εάν, όμως, επιλέξουν, αξιοποιώντας την ελεύθερη διακίνηση μεταξύ των χωρών – μελών της συνθήκης Σένγκεν, να ταξιδέψουν στη Γερμανία, στην Αυστρία, στη Σουηδία, κλπ, που ναι μεν είναι χώρες – μέλη της συνθήκης, αλλά όχι «χώρες εισόδου», τότε η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία είναι υποχρεωμένες, εφόσον αποδεικνύεται, ότι ο πρόσφυγας εισήλθε και κατεγράφη σε κάποια από αυτές τις χώρες, να τον δεχθούν πίσω (βλ. άρθρα 16-20).

 Είναι, λοιπόν, προφανές, ότι ο συγκεκριμένος Κανονισμός εξυπηρέτησε και εξυπηρετεί κατά απόλυτο τρόπο τις χώρες της βόρειας και δυτικής Ευρώπης και ιδίως τη Γερμανία, που αποτελεί τον βασικό πόλο έλξης και προορισμό προσφύγων και μεταναστών, καθότι προβάλλει τα τελευταία χρόνια, ως η πιο ισχυρή και ακμάζουσα χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης. Αντιθέτως, οι χώρες, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία, που είναι οι κατεξοχήν «χώρες εισόδου» προσφύγων και μεταναστών (ιδίως η Ελλάδα), συνυπέγραψαν έναν Κανονισμό, που μακροπρόθεσμα θα λειτουργούσε σε βάρος των συμφερόντων τους και θα τις μετέτρεπε σε αποθήκη εξαθλιωμένων προσφύγων και μεταναστών.

Ωστόσο, για να λειτουργήσει ο Κανονισμός προς όφελος της Γερμανίας και των υπολοίπων βόρειων και δυτικών ευρωπαϊκών χωρών, απαιτείται οι «χώρες εισόδου» των κρατών – μελών της συνθήκης Σένγκεν, δηλαδή η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία, να καταγράφουν όσους πρόσφυγες και μετανάστες εισέρχονται στα εδάφη τους και να αποστέλλουν αυτά τα στοιχεία στα άλλα κράτη – μέλη, ώστε εάν βρεθούν στη Γερμανία, στην Αυστρία, κλπ, να μπορούν αυτές οι χώρες να τους στείλουν πίσω στη «χώρα εισόδου», η οποία θα είναι υποχρεωμένη να τους δεχθεί πίσω. 

Εάν, όμως, δεν καταγράφονται, τότε δεν θα είναι ευχερές να αποδειχθεί ποία είναι η «χώρα εισόδου», ώστε να την υποχρεώσουν να αποδεχθεί την επιστροφή των προσφύγων και των μεταναστών. Αυτήν την κομβική προϋπόθεση συγκρατείστε την γιατί θα είναι χρήσιμη στην κατανόηση όσων συνέβησαν στη συνέχεια και εξελίσσονται στις μέρες μας.

Για να εξασφαλίσουν, στο μέτρο του δυνατού, η Γερμανία και οι υπόλοιπες χώρες της βόρειας και δυτικής Ευρώπης, ότι αυτή  η καταγραφή θα γίνεται, προώθησαν την επόμενη χρονιά, δηλαδή το έτος 2004, με την ψήφιση του αριθμ. 2007/2004 Κανονισμού του Συμβουλίου της Ε.Ε., την ίδρυση – σύσταση της περίφημης FRONTEX, δηλαδή «του ευρωπαϊκού οργανισμού για τη διαχείριση της επιχειρησιακής συνεργασίας στα εξωτερικά σύνορα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Αυτό συνέβη επί κυβερνήσεως Καραμανλή.

 Το δε 2011, επί κυβερνήσεως  Γιώργου Παπανδρέου, ο εν λόγω Κανονισμός, τροποποιήθηκε, με τον αριθμ. 1168/2011 Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ε.Ε. της 25ης Οκτωβρίου 2011 (FRONTEX), προκειμένου να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο ο ρόλος της FRONTEX. Η FRONTEX, επί της ουσίας, δεν στοχεύει τόσο στη φύλαξη των εξωτερικών συνόρων των χωρών – μελών της συνθήκης, που είναι «χώρες εισόδου», αλλά στην εξασφάλιση, ότι όσοι πρόσφυγες και μετανάστες εισέρχονται στις «χώρες εισόδου» (π.χ. στην Ελλάδα) θα καταγράφονται, ώστε, εάν βρεθούν στη συνέχεια στη Γερμανία ή σε άλλη χώρα της βόρειας ή της δυτικής Ευρώπης, να επιστρέφονται στη «χώρα εισόδου», η οποία θα είναι υποχρεωμένη να τους δεχθεί πίσω.

Ο χρόνος, που επελέγη για την κατάρτιση και ψήφιση των προαναφερθέντων Κανονισμών, δηλαδή τα έτη 2003 και 2004, δεν ήταν τυχαίος. Είχαν προηγηθεί οι επεμβάσεις του ΝΑΤΟ στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν και είχαν ήδη αρχίσει να δημιουργούνται τα πρώτα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα, με κατεύθυνση την Ευρώπη και ιδίως τη Γερμανία και τις άλλες χώρες της βόρειας και της δυτικής Ευρώπης. Γι’ αυτόν το λόγο η Γερμανία έσπευσε να προστατεύσει τον εδαφικό χώρο της, συνεργαζόμενη και με άλλες ενδιαφερόμενες χώρες (π.χ. Γαλλία, Αυστρία), καθώς και με τις χώρες, που λειτουργούσαν, ως δορυφόροι της. Δυστυχώς, σ’ αυτήν την επιδίωξή της βρήκε πρόθυμες κυβερνήσεις στην Ελλάδα, στην Ιταλία και στην Ισπανία, οι οποίες είχαν πλέον καταστεί δορυφόροι και λειτουργούσαν υπέρ μίας γερμανικής Ευρώπης, τις δυσμενέστατες συνέπειες της οποίας βιώνουμε τα τελευταία έξι χρόνια (εφαρμογή μνημονιακών πολιτικών λιτότητας, επιβολή λύσεων στο προσφυγικό και μεταναστευτικό ζήτημα, κλπ).

Με αφορμή α) το ξέσπασμα της «Αραβικής Άνοιξης» στις χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, που απεδείχθη «Αραβικός Χειμώνας», πάλι με ευθύνη των Δυτικοευρωπαϊκών χωρών και τη συνδρομή της Τουρκίας, της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ, αλλά και β) τη διαπίστωση, εκ μέρους της Γερμανίας, ότι η καταγραφή των προσφύγων και των μεταναστών στις «χώρες εισόδου», δηλαδή στην Ελλάδα (ιδίως σ’ αυτήν), στην Ιταλία (αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα στη νήσο Λαμπεντούζα) και στην Ισπανία, δεν ήταν η ενδεδειγμένη, καθότι έφθαναν στη Γερμανία και σε άλλες χώρες της βόρειας Ευρώπης πρόσφυγες και μετανάστες, οι οποίοι δεν καταγράφονταν στις «χώρες εισόδου», με αποτέλεσμα να είναι δυσχερής ο εντοπισμός της «χώρας εισόδου», που θα ήταν υποχρεωμένη να τους δεχθεί πίσω, μεθοδεύτηκε, κυρίως από τη Γερμανία, η τροποποίηση της συνθήκης Σένγκεν, αλλά και η ενίσχυση του ρόλου της FRONTEX. Ειδικότερα:

Την 22α Οκτωβρίου 2013 η συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου συνυπέγραψε τον αριθμ.1051/2013 Κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τον οποίο τροποποιήθηκε – συμπληρώθηκε η συνθήκη Σένγκεν (SCHENGEN-2). Για μία ακόμη φορά, σκοπός των τροποποιήσεων και συμπληρώσεων ήταν η προστασία της Γερμανίας και των λοιπών χωρών της βόρειας και δυτικής Ευρώπης, που αποτελούν πόλο έλξης και προορισμό για τη συντριπτική πλειοψηφία των προσφύγων και των μεταναστών. Συγκεκριμένα, στη συνθήκη Σένγκεν (SCHENGEN-1), πριν την προαναφερθείσα τροποποίησή της, υπήρχε πρόβλεψη στα άρθρα 23-31 για προσωρινή επαναφορά του ελέγχου στα εσωτερικά σύνορα της Ένωσης, υπό συγκεκριμένες – αυστηρώς περιορισμένες περιπτώσεις, που σχετίζονται με λόγους δημόσιας τάξης και εσωτερικής ασφάλειας μίας ή περισσοτέρων χωρών – μελών της συνθήκης Σένγκεν. 

Η επαναφορά των ελέγχων προβλεπόταν να έχει ανώτατη διάρκεια 30 ημέρες και δυνατότητα ανανέωσης αυτών των περιορισμών για περιόδους, που δεν θα υπερβαίνουν τις 30 ημέρες(SCHENGEN-1) Πλέον με την τροποποίηση της συνθήκης, που έγινε με τον προαναφερθέντα Κανονισμό (1051/2013) καθίσταται ευχερέστερη η επαναφορά των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα της Ένωσης ή, όπως συνηθίζεται να λέγεται, το «κλείσιμο των συνόρων». Αρκεί, για παράδειγμα, η διαπίστωση, ότι η φύλαξη των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης (π.χ. της Ελλάδας) δεν είναι επαρκής ή δεν είναι εφικτή. Παράλληλα, η διάρκεια του «κλεισίματος των συνόρων» (επαναφοράς των ελέγχων) από τριάντα ημέρες αυξήθηκε σε έξι μήνες, με δυνατότητα παράτασης για δύο έτη(βλ. άρθρο 23 παρ. 4 – SCHENGEN-2). Με αυτές τις τροποποιήσεις, τέθηκε ουσιαστικά και η λογική των hotspots (κέντρα φιλοξενίας και κέντρα φύλαξης).

Όλα αυτά υπεγράφησαν από διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις (Σημίτη, Καραμανλή,Παπανδρέου, Σαμαρά – Βενιζέλου), που στηρίζονται από κόμματα (ΠΑ.ΣΟ.Κ. και Ν.Δ.), τα οποία σήμερα εμφανίζονται τιμητές και ως σωτήρες, κατηγορώντας όλους τους άλλους. Αυτό, ωστόσο δεν εξαγνίζει τις εγκληματικές ευθύνες της τωρινής κυβέρνησης, στις οποίες θα αναφερθώ παρακάτω. Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί, ότι στη συνθήκη Σένγκεν δεν μετέχουν αυτή τη στιγμή πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ορισμένες από τις οποίες επιθυμούν συνειδητά να διατηρήσουν τους ελέγχους στα σύνορά τους.

 Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις οποίες δεν ισχύει σήμερα η συνθήκη Σένγκεν, είναι η Αγγλία, η Ιρλανδία, η Κροατία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία και η Κύπρος. Συγκρατείστε το γεγονός, ότι για την Κύπρο και τη Βουλγαρία, δύο όμορες με την Ελλάδα, αλλά και με την Τουρκία, χώρες, δεν ισχύει ακόμη η συνθήκη Σένγκεν. Και οι δύο αυτές χώρες δεν αντιμετωπίζουν μεταναστευτικό ρεύμα, παρά το γεγονός, ότι η Βουλγαρία έχει εκτεταμένα χερσαία σύνορα με την Τουρκία. Τόσο δε η Κύπρος, όσο και η Βουλγαρία, στην οποία υπάρχει σημαντική μουσουλμανική μειονότητα (περί το 10% του πληθυσμού της!), αποτελούν, μαζί με την Ελλάδα, στόχο της μεγαλομανίας της Τουρκίας. Η διαφοροποίησή τους με την Ελλάδα, που λειτουργεί αποτρεπτικά, τόσο για τους σχεδιασμούς της Τουρκίας, όσο και για τις μεταναστευτικές – προσφυγικές ροές συνίσταται στο ότι α) δεν ισχύει σ’ αυτές η συνθήκη Σένγκεν, β) έχουν πιο αυστηρή εσωτερική νομοθεσία και γ) έχουν σοβαρή και σταθερή εξωτερική πολιτική.

 Αντιθέτως, η Ελλάδα, όχι μόνο είχε συνυπογράψει ασύμφορες γι’ αυτήν συνθήκες, τις οποίες μάλιστα ελάχιστα τηρούσε, αλλά και υιοθέτησε, ιδίως επί κυβερνήσεως Γιώργου Παπανδρέου, εσωτερική νομοθεσία ιδιαιτέρως ευνοϊκή για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Όλοι αυτοί οι παράγοντες, σε συνδυασμό με όσα επακολούθησαν στο κομβικό για τις εξελίξεις έτος 2015, οδήγησαν στη σημερινή τραγωδία, τόσο για τη χώρα μας, όσο και για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, για τους οποίους υποκριτικά κόπτεται η κυβέρνηση των ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – ΑΝ.ΕΛ.


Β.- 2015: Το έτος της μεγάλης μεταβολής – Η εγκληματική πολιτική της κυβέρνησης ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – ΑΝ.ΕΛ.

Ως  γνωστόν η χώρα μας έχει χερσαία σύνορα με την Αλβανία, με την ΠΓΔΜ (Σκόπια), με τη Βουλγαρία και με την Τουρκία. Επίσης, έχει θαλάσσια σύνορα με την Ιταλία, με την Τουρκία και με την Κύπρο. Από τις προαναφερθείσες χώρες η Βουλγαρία, η Ιταλία και η Κύπρος ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι δε Ιταλία και Κύπρος ανήκουν και στην Ευρωζώνη. Η μοναδική, ωστόσο, χώρα εξ αυτών, που είναι και χώρα μέλος της συνθήκης Σένγκεν, πέραν της Ελλάδας, είναι η Ιταλία, με την οποία τα σύνορα είναι μόνο θαλάσσια.

 Όπως, λοιπόν, προκύπτει η Βουλγαρία και η Κύπρος, που συνορεύουν επίσης με την Τουρκία, δεν μετέχουν στη συνθήκη Σένγκεν και δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα μεταναστευτικών – προσφυγικών ροών, καίτοι συνορεύουν με την Τουρκία. Η δε Βουλγαρία έχει εκτεταμένα χερσαία σύνορα με την Τουρκία, χωρίς τον φράχτη, που έχει κατασκευάσει η χώρα μας στον Έβρο.

Μέχρι να κατασκευασθεί ο συγκεκριμένος φράχτης στον Έβρο, για τον οποίο ορισμένοι δολίως, και ορισμένοι από άγνοια της κατάστασης ή από ιδεολογικές αγκυλώσεις, ζητούσαν να μην κατασκευασθεί και πλέον να κατεδαφισθεί, οι μεταναστευτικές – προσφυγικές ροές διοχετεύονταν από τους Τούρκους διακινητές μέσω Έβρου. Το πρόβλημα ήταν μεγάλο. Πλην όμως, με την κατασκευή του φράχτη, σχεδόν εξαλείφθηκε  η μεταναστευτική ροή από τα χερσαία σύνορα της χώρας μας με την Τουρκία.

Ο οποιοσδήποτε θα ανέμενε στη συνέχεια να διοχετευθούν αυτές οι μεταναστευτικές – προσφυγικές ροές στη Βουλγαρία, της οποίας τα χερσαία σύνορα με την Τουρκία είναι επίσης εκτεταμένα, αλλά και δεν υπήρχε το εμπόδιο κάποιου μεγάλου φράχτη. Αυτό, ωστόσο, δεν συνέβη, διότι απλούστατα προστάτευσε τη Βουλγαρία το γεγονός, ότι δεν ήταν μέλος της συνθήκης Σένγκεν, όπως η Ελλάδα, αλλά και ότι είχε αυστηρότερη εσωτερική νομοθεσία για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Αυτό πρακτικά σήμαινε, ότι όποιος εισερχόταν στη Βουλγαρία δεν είχε την ίδια ευκολία να μεταβεί σε χώρες της βόρειας και της δυτικής Ευρώπης (κυρίως στη Γερμανία και στη Σουηδία).

 Ως εκ τούτου, οι μεταναστευτικές ροές διοχετεύθηκαν από τους Τούρκους διακινητές στα ελληνικά νησιά του Αιγαίου.
Πλην όμως, αυτές οι μεταναστευτικές – προσφυγικές ροές προς τα νησιά της χώρας μας έλαβαν τεράστιες διαστάσεις από τα τέλη της ανοίξεως του 2015. Το μόνο, που άλλαξε και δικαιολογεί αυτήν την ποσοστιαίως τεράστια αύξηση της μεταναστευτικής – προσφυγικής ροής προς τη χώρα μας, ήταν η εγκληματική για τη χώρα μας, αλλά και για τους ίδιους τους δυστυχείς πρόσφυγες και μετανάστες, πολιτική ανοικτών συνόρων, που ακολούθησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. 

Τα πάντα μετεβλήθησαν απότομα, όταν η τότε αρμόδια Υπουργός Τασία Χριστοδουλοπούλου, έστειλε, με δημόσιες δηλώσεις της, το μήνυμα και στη συνέχεια την αντίστοιχη εντολή προς τους συνοριοφύλακες, ότι ουδείς παρανόμως εισελθών στη χώρα θα συλλαμβάνεται, αλλά και δεν θα εγκλείεται σε ειδικούς καταυλισμούς, οι ελάχιστοι των οποίων καταργήθηκαν, αντί να βελτιωθούν οι συνθήκες διαβίωσης σ’ αυτούς (δείτε εδώ). Παράλληλα, ο υπουργός Άμυνας και πρόεδρος των ΑΝ.ΕΛ., Π. Καμμένος, δημοσίως και ευθέως δήλωσε, ότι πολιτική της Ελλάδας είναι να αφήσει ελεύθερη τη δίοδο σε πρόσφυγες και μετανάστες, προκειμένου στη συνέχεια να προωθηθούν στη Γερμανία και στις άλλες χώρες της βόρειας και της δυτικής Ευρώπης («αυτή είναι η πολιτική, την οποία ασκεί η σημερινή κυβέρνηση»)! Απείλησε μάλιστα και για διευκόλυνση εισόδου τζιχαντιστών στην Ευρώπη (δείτε εδώ)!

 Σε πρόσφατη δε συνέντευξή του στην εκπομπή του δημοσιογράφου Ν. Χατζηνικολάου αποκάλυψε, ότι από το καλοκαίρι του 2015 διήλθαν από τη χώρα μας περί το ένα εκατομμύριο πρόσφυγες και μετανάστες, οι οποίοι, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, δεν κατεγράφησαν και βρέθηκαν στη Γερμανία και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, και ότι από εδώ και στο εξής θα καταγράφονται όλοι (δείτε εδώ και εδώ). Το τελικό χτύπημα στην ορθή φύλαξη των συνόρων μας ήταν η πλήρης υποβάθμιση της συνοριοφυλακής, αλλά και ο πλήρης παραμερισμός του πολεμικού ναυτικού, το οποίο είχε και έχει τα τεχνικά μέσα να εντοπίζει εγκαίρως τη μετακίνηση των μεταναστών από τα παράλια της Τουρκίας και να ενημερώνει εγκαίρως όλους τους εμπλεκομένους και ιδίως τις τουρκικές αρχές, ώστε, σε περίπτωση προκλητικής αδράνειας των τουρκικών αρχών, να αναδεικνύεται ο αρνητικός ρόλος της Τουρκίας. Οι καταγγελίες της πανελλήνιας ομοσπονδίας συνοριακών φυλάκων για την εγκληματική πολιτική της κυβέρνησης είναι χαρακτηριστικές.

Όλα, λοιπόν, καταδεικνύουν, ότι η «πολιτική» της κυβέρνησης ήταν προϊόν πάγιων ιδεοληψιών, επικίνδυνων για τη χώρα μας, και απόπειρας εκβιασμού της Γερμανίας, προκειμένου να υποχωρήσει στο ζήτημα των οικονομικών μέτρων, που ζητούσε να επιβληθούν στη χώρα μας. Ως προς τις επικίνδυνες ιδεοληψίες, τις συνέπειες τις βιώνουμε σήμερα και δυστυχώς η κατάσταση θα επιδεινωθεί. Ως προς τον εκβιασμό, που επιχειρήθηκε, επισημαίνω, το μεν, ότι ήταν χονδροειδέστατος και ατελέσφορος, το δε, ότι για να είχε μία στοιχειώδη επιτυχία θα έπρεπε στο τιμόνι της χώρας να υπάρχει μία επιδέξια και όχι ανίκανη ηγεσία, όπως η σημερινή. Παράλληλα, έπρεπε να απειληθεί έξοδος της χώρας μας από τη συνθήκη Σένγκεν. Από τη στιγμή, που η κυβέρνηση δεν είχε σκοπό να «σπάσει αβγά», όπως ακριβώς συνέβη και με την περίπτωση της παραμονής ή της εξόδου από την ευρωζώνη, η αποτυχία ήταν προδιαγεγραμμένη. Στο μεν οικονομικό ζήτημα, οδηγηθήκαμε στο τρίτο και χειρότερο μνημόνιο, με απρόβλεπτες συνέπειες, στο δε προσφυγικό ζήτημα, υποχωρήσαμε και υποχωρούμε ατάκτως, αποδεχόμενοι τα πάντα, μέσα σε κλίμα αμφισβήτησης της χώρας μας και της ακεραιότητάς της, μετατρέποντας τη χώρα σε απέραντη αποθήκη εξαθλιωμένων προσφύγων και μεταναστών με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε όλους τους τομείς (υγεία, ασφάλεια, οικονομία, κλπ).

Με τον τρόπο, που πολιτεύθηκε η τότε κυβέρνηση, η οποία παρέμεινε και μετά τις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου 2015, κατέστησε τη χώρα μας, ως την πλέον ελκυστική χώρα εισόδου μεταξύ των υπολοίπων χωρών μελών της συνθήκης Σένγκεν, που ήταν και αυτές «χώρες εισόδου» (Ιταλία και Ισπανία), διευκολύνοντας το έργο της τουρκικής κυβέρνησης και οδηγώντας σε περισσότερα θύματα στο Αιγαίο. Παράλληλα, στοχοποίησε τη χώρα μας, εμφανίζοντάς την παγκοσμίως, ως «ξέφραγο αμπέλι» και ως μη τηρούσα τις συμφωνίες, που υπογράφει. Αντί, λοιπόν, να στοχοποιείται η Τουρκία και ο καταστροφικός ρόλος της, τόσο στη Συρία, όσο και στο ζήτημα των προσφυγικών – μεταναστευτικών ροών, η ελληνική κυβέρνηση κατόρθωσε να στοχοποιήσει τη χώρα μας, αλλά και να την αφήσει χωρίς συμμαχίες, όχι μόνο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και μεταξύ των βαλκανικών χωρών.

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι, αμέσως μετά από αυτή τη σοβαρή και εγκληματική στροφή στη μεταναστευτική «πολιτική» της χώρας (εάν ποτέ υπήρξε δομημένη μεταναστευτική πολιτική), μειώθηκαν απότομα οι μεταναστευτικές – προσφυγικές ροές προς την Ιταλία (θυμάστε για πόσο μεγάλο χρονικό διάστημα είχε απασχολήσει τη διεθνή επικαιρότητα η τραγωδία στην ιταλική νήσο Λαμπεντούζα;) και προς την Ισπανία. Τρανή απόδειξη αποτελεί το γεγονός, ότι μετανάστες και πρόσφυγες από τις χώρες της βόρειας και υποσαχάριας Αφρικής προτιμούν πλέον να κάνουν ένα μεγάλο ταξίδι φθάνοντας στα παράλια της Τουρκίας, αφού προηγουμένως διασχίσουν τη βόρεια Αφρική, τη Μέση Ανατολή και τη Μικρά Ασία, προκειμένου να περάσουν απέναντι στα ελληνικά νησιά, ρισκάροντας ακόμη και τη ζωή τους στην ταραγμένη θάλασσα του Αιγαίου, αντί να επιλέξουν τις πλησιέστερες σ’ αυτούς χώρες της Ιταλίας και της Ισπανίας, όπως συνέβαινε πριν το καλοκαίρι του 2015.

Υπό αυτή την έννοια η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ φέρει τεράστιες ευθύνες, τόσο για το ανθρώπινο δράμα, που συντελείται στις ακτές του Αιγαίου και πλέον καί στο εσωτερικό της χώρας μας, όσο και για το εθνικό έγκλημα, που συντελείται σε βάρος τής χώρας μας.  Ως εκ τούτου, τα περί ανθρωπισμού των μελών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ είναι απολύτως υποκριτικά, πολλώ δε μάλλον, όταν πλέον καί δεκάδες στρατόπεδα υποδοχής – φιλοξενίας και κράτησης κατασκευάζει, καί τη μόνιμη παρουσία του ΝΑΤΟ αποδέχθηκε στα θαλάσσια σύνορά μας, καί τη Γερμανία  υποστηρίζει  απροκάλυπτα, εμφανίζοντάς την, ως υπερασπίστρια των αξιών της Ευρώπης και της ενότητάς της, αλλά καί την Τουρκία εξυπηρετεί, παραχωρώντας σ’ αυτήν «γη και ύδωρ», αποδεχόμενη, παράλληλα, το ρόλο της, ως αξιόπιστο εταίρο – συνομιλητή της Ευρώπης(ΣΥΜΦΩΝΙΑ 29-11-201, ΣΥΜΦΩΝΙΑ 18-12-2015, ΣΥΜΦΩΝΙΑ 19-02-2016)  

Καθίστανται δε ακόμη πιο υποκριτικά, όταν με την εκ μέρους τους ψήφιση του τρίτου μνημονίου, το οποίο εφαρμόζουν από τον Αύγουστο του 2015 και επιδιώκουν να συνεχίσουν να εφαρμόζουν,  συντελούν στη συνέχιση της πτωχοποίησης και εξαθλίωσης του ελληνικού λαού. Το ίδιο ισχύει και για τα συστημικά μέσα «ενημέρωσης», που επιδεικνύουν όψιμο – υποκριτικό ανθρωπισμό για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, αλλά αδιαφορούν για τους άστεγους Έλληνες πολίτες, αλλά και για τους Έλληνες πολίτες, που οδηγούνται στη μετανάστευση, λόγω των μνημονιακών πολιτικών, τις οποίες συνεχίζουν να στηρίζουν.

Η «πολιτική» της κυβέρνησης καθίσταται ακόμη πιο εγκληματική, διότι ήδη από τις αρχές ανοίξεως του 2015 γνώριζε για το μεταναστευτικό – προσφυγικό τσουνάμι, που θα ακολουθούσε, ιδίως μετά από τη στροφή στη μεταναστευτική «πολιτική» της. Αντί, λοιπόν, να ακολουθηθεί αποτρεπτική πολιτική, ακολουθήθηκε απροκάλυπτα η πολιτική ανοικτών συνόρων και προσέλκυσης προσφύγων και μεταναστών. Εάν μάλιστα ληφθούν σοβαρά υπόψη οι απόψεις, που δημοσίως εκφράσθηκαν από αρμοδίους Υπουργούς της κυβέρνησης (Ξυδάκη και Μουζάλα), ότι δηλαδή οι μεταναστευτικές – προσφυγικές ροές θα συμβάλλουν στην επίλυση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας, την ίδια στιγμή, που με την ακολουθούμενη μνημονιακή πολιτική της κυβέρνησης ενισχύεται αυτό το πρόβλημα, αλλά και η φυγή – μετανάστευση Ελλήνων πολιτών στο εξωτερικό  (δείτε εδώ και εδώ), μάλλον θα πρέπει να ανησυχούμε, πως ό,τι συμβαίνει αποτελεί μέρος ενός καλοσχεδιασμένου σχεδίου, που επιχειρεί να μετατρέψει την Ελλάδα από χώρα σε χώρο, με ταυτόχρονη αλλοίωση των πληθυσμιακών και πολιτιστικών χαρακτηριστικών της. Σε κάθε περίπτωση, όλα δείχνουν, ότι έχουμε να κάνουμε, τουλάχιστον, με έναν καταστροφικό συνδυασμό ανικανότητας και στείρας ιδεοληψίας.

Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και κατάρρευσης της χώρας είναι ανθρωπίνως αδύνατο  να φιλοξενηθούν δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες, οι οποίοι, στη συντριπτική πλειοψηφία τους θα εγκλωβιστούν, μάλλον μόνιμα, στη χώρα μας. Τίποτε δεν μπορεί να εξασφαλίσει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Η δε αξιέπαινη προσπάθεια ιδιωτών – πολιτών και ΜΚΟ (όχι όλων, διότι κάποιες διαδραματίζουν ύποπτο ρόλο) δεν δύναται να καλύψει τις τραγικές ανεπάρκειες του ελληνικού κράτους. Δημιουργούνται καταστάσεις ανισορροπίας, οι συνέπειες της οποίας θα εκδηλωθούν σύντομα και θα είναι τραγικές, τόσο για τους Έλληνες πολίτες, όσο και για τους δυστυχείς πρόσφυγες και μετανάστες. Η πείνα είναι κακός σύμβουλος! Όλοι δε οι αρμόδιοι φορείς αναφέρονται στο σοβαρό ενδεχόμενο να εκραγούν οι διάσπαρτες υγειονομικές βόμβες, που έχουν δημιουργηθεί και δημιουργούνται ανά την ελληνική επικράτεια, διότι δεν έχουν εξασφαλισθεί οι στοιχειώδεις συνθήκες υγιεινής στους πρόχειρους ή ακόμη και στους δήθεν οργανωμένους καταυλισμούς.

  Σε επίπεδο, τέλος, εθνικής ασφάλειας η κατάσταση είναι επίσης επικίνδυνη, διότι ουδείς γνωρίζει εάν έχουν εισέλθει στη χώρα μας τζιχαντιστές και ενεργούμενα της Τουρκίας. Το πλέον πιθανό είναι να έχουν εισέλθει, να οργανώνονται και να περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για να δράσουν σε βάρος της χώρας μας. Για όσους δε  επικινδύνως αφελείς ισχυρίζονται, ότι με τους μετανάστες – πρόσφυγες θα λυθεί το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας, επικαλούμενοι μάλιστα το ενάμισι περίπου εκατομμύριο των Ελλήνων προσφύγων της Μικράς Ασίας την περίοδο 1922-1923, επισημαίνω τα εξής: Οι τότε Έλληνες πρόσφυγες ήταν εύκολο να ενσωματωθούν άμεσα στην ελληνική κοινωνία, διότι ήταν ομογενείς και είχαν κοινές πολιτιστικές καταβολές με τους ελλαδίτες.

 Αντιθέτως, η μαζική ενσωμάτωση δεκάδων ή και εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών στη σημερινή ελληνική κοινωνία είναι αδύνατη, διότι απλούστατα πρόκειται στη συντριπτική πλειοψηφία τους για αλλόγλωσσους και αλλόθρησκους πληθυσμούς, με τελείως διαφορετικές πολιτισμικές καταβολές. Μόνο ένα τμήμα αυτών των ανθρώπων, που προέρχονται από τη Συρία, θα ήταν ενδεχομένως εφικτό να ενσωματωθεί σταδιακά.

Το ανησυχητικό είναι, ότι η κυβέρνηση δεν έχει σχέδιο και δεν γνωρίζει καν πόσους μετανάστες και πρόσφυγες μπορεί να φιλοξενήσει, σε ανθρώπινες συνθήκες και χωρίς να διαταραχθεί η κοινωνική ειρήνη και να απειληθεί η εθνική ασφάλεια. Από τη μία έχουμε την επίσημη κυβέρνηση να έχει αποδεχθεί την προσωρινή εγκατάσταση 50.000 προσφύγων – μεταναστών και από την άλλη, μέλη της ίδιας της κυβέρνησης να αναφέρουν διαφορετικά νούμερα μεταναστών – προσφύγων, που μπορεί να αντέξει η χώρα. Ο μεν υπουργός Άμυνας, Π. Καμμένος, δήλωσε δημοσίως, ότι η χώρα μας μπορεί να αντέξει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου