«Μὴν καταπίνετε τὰ παραμύθια τῶν σάπιων καναλιῶν. Μᾶς προορίζουν γιὰ εὐρωπαϊκὸ ἐμιράτο. Βρισκόμαστε ἐνώπιον ἐθνικῆς προδοσίας»
«Εἰ δέ τις τῶν ἰδίων καὶ μάλιστα τῶν οἰκείων οὐ προνοεῖ, τὴν πίστιν ἤρνηται καί ἔστιν ἀπίστου χείρων» (Α´ Τιμ. ε´ 8)
Ἡ μεγαλύτερη σύγχυση τούτη τὴν παμπόνηρη ἐποχὴ ἐντοπίζεται στὴν στάση τῶν Ἑλλήνων ἔναντι τῶν λαθρομεταναστῶν. (Ὁ κοινὸς νοῦς λέει ὅτι ἂν κάποιος εἰσβάλλει στὴν χώρα σου, ὄντας ἀπρόσκλητος καὶ ἀνεπιθύμητος, λαθραίως καὶ παρανόμως, σύμφωνα μὲ τὰ ἔγκυρα λεξικά, ὀνομάζεται λαθρομετανάστης.
Ὅπως λέγεται λαθροθήρας αὐτὸς ποὺ κυνηγᾶ χωρὶς ἄδεια, ὁ λαθροϋλοτόμος καὶ ὁ λαθρεπιβάτης. Ὁ κυρ-Φίλης ὑπουργός, στὴν πρόσφατη ἐπιστολή του στὰ σχολεῖα, ταυτίζει τοὺς Ἕλληνες, Χριστιανοὺς Ὀρθοδόξους τοῦ ’22, τοὺς διωκόμενους καὶ σφαγιασθέντες ἀπὸ τοὺς μουσουλμάνους γενοκτόνους μας τοῦ Κεμάλ, μὲ τοὺς νῦν λαθρομετανάστες, οἱ ὁποῖοι, ἀντὶ νὰ καταφύγουν στὶς ὁμόδοξές τους χῶρες τοῦ Ἰσλάμ, καταφεύγουν στὴν ἄπιστη Εὐρώπη. Θλιβερὲς συγκρίσεις ἀπὸ ἕναν ἀρνητὴ τῆς Γενοκτονίας τῶν Ἑλλήνων τῆς Ἀνατολῆς).
Περίεργη καὶ ἐπαμφοτερίζουσα εἶναι καὶ ἡ στάση κάποιων χριστιανῶν. «Τί θὰ ἔκανε ὁ Χριστὸς στὴ θέση μας;», εἶναι ἡ συνήθης ἐρώτηση.
Καρυκεύουν τὴν ἐρώτηση μὲ παραπομπὲς στὸν Καλὸ Σαμαρείτη ἢ μὲ ἀναφορὰ στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα «ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετε μέ». (Ματθ. κε´ 35).
Ὁπότε ὀφείλουμε «νὰ ἀνοίξουμε τὴν ἀγκαλιά μας» (κατὰ κυρ-Φίλη) καὶ νὰ «συναγάγουμε» τοὺς ξένους λαθρομετανάστες, διότι εἶναι εὐαγγελικὴ ἐπιταγή.
Ἐρωτῶ: Ὁ Κολοκοτρώνης, ὅταν «ἀποφάσισε νὰ κάμει» τὴν Ἐπανάσταση, γιὰ νὰ ἐκδιώξει τὴν μισητὴ ἡμισέληνο, ἔτσι σκεφτόταν; Θὰ ἔκοβε τούρκικα κεφάλια ὁ Νικηταρᾶς ὁ Τουρκοφάγος, ἂν δὲν εὐλογοῦσε ἡ Ἐκκλησία τὰ ὅπλα τοῦ Ἀγώνα τῆς Παλιγγενεσίας; Τί τραγουδοῦσαν τότε οἱ Ρωμιοί; Χαρὰ ποὺ τό ᾽χουν τὰ βουνὰ τὰ κάστρα περηφάνια/ γιατί γιορτάζει ἡ Παναγιά, γιορτάζει καὶ ἡ Πατρίδα./ Νὰ βλέπεις διάκους μὲ σπαθιά, παπάδες μὲ ντουφέκια/ νὰ βλέπεις καὶ τὸν Γερμανό, τῆς Πάτρας τὸν δεσπότη/ πῶς εὐλογάει τ’ ἅρματα κι εὐχιέται τοὺς λεβέντες».
Ὁ ἐπίσκοπος Βρεσθένης Θεοδώρητος, τὸν ὁποῖο ὁ Κολοκοτρώνης ἀποκαλοῦσε καπετὰν δεσπότη, εὐλογεῖ τ’ ἅρματα στὸ Βαλτέτσι, ζώνεται τὰ γιαταγάνια καὶ τὰ καριοφίλια καὶ πολεμᾶ.
Ὁ Σαλώνων Ἠσαΐας, ὁ πρῶτος Ἕλληνας ἱεράρχης ὁ ὁποῖος ἔπεσε ὑπὲρ πατρίδος, τὴν ὥρα τῆς μάχης τῆς Ἀλαμάνας, δὲν εἶχε ὑπ’ ὄψιν του τὸ Εὐαγγέλιο; Γιατί «ρίχνανε στὸ θυμιατὸ μπαρούτι γιὰ λιβάνι» οἱ παπάδες καὶ θυσιάζονταν γιὰ τὴν λευτεριὰ τοῦ Γένους; Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς δὲν ξαναπιάσαν τὸ ἁγιοπότηρο, [Σημ. «ΧΡ. ΒΙΒΛ.»: λόγῳ τῆς ἀπαγορεύσεως τῶν Ἱερῶν Κανόνων στοὺς ἱερεῖς ποὺ ἔχουν θανατώσει ἄνθρωπο νὰ τελοῦν τοῦ λοιποῦ τὴν Θ. Λειτουργία) ὅμως ἔφτιαξαν πατρίδα. Ποιμένες καλοὶ ποὺ θυσιάστηκαν ὑπὲρ τοῦ σκλαβωμένου ποιμνίου τους.
Παραπέμπω καὶ σ’ ἕνα περίφημο κείμενο τοῦ Δασκάλου τοῦ Γένους Κωνσταντίνου Οἰκονόμου ἐξ Οἰκονόμων, («μέγας ἐκκλησιαστικὸς ἀνήρ, λαμπρὸν κόσμημα καὶ μέγα καύχημα τοῦ ἑλληνικοῦ Γένους»): «Λέγω πρῶτον, ὅτι χρεωστεῖς, χριστιανέ, καθὸ χριστιανὸς νὰ ἀγαπᾶς καὶ νὰ εὐεργετῆς τὴν Πατρίδα. Σὲ προστάζει ὁ θεῖος νόμος “ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν”. Πλησίον σου εἶναι βέβαια πᾶς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ποιός δύναται νὰ εἶναι πλησιέστερός σου παρὰ τοὺς συγγενεῖς καὶ ὁμοπίστους καὶ συμπολίτας σου.
Οὗτοι εἶναι ἀδελφοί σου, οἵτινες συγκατοικοῦσι μετὰ σοῦ εἰς μίαν καὶ τὴν αὐτὴν χώραν, ὡσὰν εἰς μίαν καὶ τὴν αὐτὴν οἰκίαν, οὗτοι ἔχουσι τὸν αὐτὸν καὶ σὺ πατέρα, τὸν Θεόν, τὴν αὐτὴν καὶ σὺ μητέρα, τὴν Ἐκκλησίαν, τὸ αὐτὸ γενέθλιον ἔδαφος, καὶ τὰς αὐτὰς τροφάς, τοὺς αὐτοὺς νόμους, τοὺς αὐτοὺς ἄρχοντας καὶ ποιμένας καὶ διδασκάλους, τὰς αὐτὰς πρὸς σὲ κοινὰς καὶ πανηγύρεις καὶ ἀπολαύσεις καὶ λύπας καὶ χαράς, ὅσον λοιπὸν εἰλικρινέστερον ἀγαπᾶς τοὺς συμπατριῶτας καὶ τὴν Πατρίδα, τόσον βεβαιότερον ἐκπληρώνεις τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ καὶ πάλιν ἐξ ἐναντίας, ὅσον ἀμελεῖς καὶ προδίδεις πολλάκις τῆς Πατρίδος τὰ συμφέροντα, τόσον ἐξελέγχεσαι παραβάτης τοῦ θείου νόμου, καὶ τοῦ πλησίον σου ἐχθρὸς χειρότερος ἀπίστου “εἴ τις τῶν ἰδίων καὶ μάλιστα τῶν οἰκείων οὐ προνοεῖ, τὴν πίστιν ἤρνηται καί ἔστιν ἀπίστου χείρων”…
Τόσον ἱερὸν καὶ θεῖον δῶρον εἶναι ἡ Πατρὶς ὥστε ἐν τῶν μεγίστων σημείων τῆς κατὰ τῶν ἀνθρώπων δικαίας ὀργῆς τοῦ Θεοῦ γίνεται πολλάκις ἡ στέρησις τῆς Πατρίδος. …
Καὶ ἂν λοιπὸν ἡ Πατρὶς εἶναι τόσον σεβάσμιον, τόσον πολύτιμον, τόσον ἀγαπητόν, εἰς τὸν Θεόν, φανερὸν ὅτι χριστιανός, ὅστις ἀγαπᾶ μάλιστα τὸν Θεό, καὶ τὸν πλησίον, χρεωστεῖ νὰ ἀγαπᾶ τὴν ἰδίαν αὐτοῦ Πατρίδα». (Κων. Κούρκουλα, «Λεύκωμα Δασκάλων τοῦ Γένους», σελ. 160, Ἀθήνα 1971). [Σημ. «ΧΡ. ΒΙΒΛ.» βλ. σχετ.: ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ καὶ ΚΑΚΕΚΤΥΠΑ ΙΔΕΟΛΟΓΗΜΑΤΑ ΑΓΑΠΗΣ (Γέρ. Θαδδαῖος) ].
Διασώζει ὁ Ι. Πολέμης τὴν ἀπάντηση κάποιας γιαγιᾶς πρὸς τὸν ἐγγονό της, ποὺ ἀποροῦσε γιατί τὴν ἔβλεπε κάθε βράδυ μετὰ τὸν ἑσπερινὸ μαζὶ μὲ τὰ εἰκονίσματα νὰ θυμιατίζει καὶ τὸ καριοφίλι τοῦ παπποῦ.
«Τὸ καριοφίλι ποὺ θωρεῖς
ψηλὰ στὸν τοῖχο νὰ σκουριάζει
παιδάκι μου, μὴν ἀπορεῖς
ἁγιολιβάνι τοῦ ταιριάζει
γιατί χωρὶς αὐτὸ
χωρὶς τὸ φλογερό του στόμα
θά ᾽μαστε σκλάβοι ἀκόμα».
(«Ἱεράρχες, Ἐθνάρχες», π. Θεοδώρου Ζήση, σελ. 30).
«Ἡ ἀπάντηση τῆς ὥριμης γερόντισσας», σημειώνει ὁ σεβαστὸς πάπα-Θόδωρος, «εἶναι ἀπάντηση τῆς γηραιᾶς ἑλληνικῆς ἱστορίας στοὺς ἀνώριμους μελετητές της».
Οἱ δεσποτάδες τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα ζώστηκαν τ’ ἅρματα καὶ ἔσωσαν τὴν Μακεδονία. «…Στὴ μέση φοροῦσα μία πέτσινη ζώνη ἀπ’ ὅπου κρέμονταν ἀπὸ τὴ μία μεριὰ ἡ θήκη τοῦ πιστολιοῦ μου, ποὺ ἦταν μεγάλο καὶ γίνονταν ἐν ἀνάγκῃ καὶ τουφέκι, κι ἀπ’ τὴν ἄλλη ἕνα μαχαίρι γιὰ στρατιωτικὸ ἢ ἀστυνομικό. Συχνὰ γυμναζόμουν εἰς τὸ σημάδι…», διηγεῖται ὁ ἡρωικὸς μητροπολίτης Καστοριᾶς Γερμανὸς Καραβαγγέλης. (Ἀντ. Μπέλλου-Θρεγιάδη, «Μορφὲς Μακεδονομάχων, σελ. 75-76).
Ὁ Ἰωακεὶμ Φυρόπουλος, ὅταν ἐνθρονίστηκε στὸ Μοναστήρι, εἶπε στὸν ἐμπερίστατο λαό: «Δὲν ἦρθα νὰ σᾶς διδάξω ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος, ἀλλὰ ὀφθαλμοὺς ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντας ἀντὶ ὀδόντος». Ὁ Κορυτσᾶς Φώτιος, ὁ Γρεβενῶν Αἰμιλιανός, ὁ Μελενίκου Κωνσταντῖνος, ὁ Ἐλευθερουπόλεως Γερμανός, ἔπεσαν μαχόμενοι, κοσμώντας τὸ Εἰκονοστάσι τοῦ Γένους.
Ὅταν στὶς 30 Αὐγούστου τοῦ 1907 ὁ λαὸς τῆς Δράμας ἀποχαιρετᾶ τὸν δεσπότη του, τὸν μετέπειτα ἐθνοϊερομάρτυρα Μητροπολίτη Σμύρνης, Χρυσόστομο, ὁ δημογέροντας Νίκας ἐνώπιον τῶν χιλιάδων ποὺ εἶχαν μαζευτεῖ στὸ σταθμό, ἀναφωνεῖ: «Δέσποτα, μᾶς παρέλαβες λαγοὺς καὶ μᾶς ἔκαμες λιοντάρια. Μένε ἥσυχος. Θὰ γίνει τὸ θέλημά σου». Κι ἔγινε. (Ν. Βασιλειάδη, «Γιὰ τὴν Ἐλευθερία», σελ. 265). Δὲν ἦταν πιστοὶ αὐτοὶ οἱ ἡρωικοὶ Ἐπίσκοποι; Ἦταν, ἀλλὰ προνοοῦσαν γιὰ τοὺς οἰκείους, γιὰ τὸ Γένος.
Τὰ γράφω αὐτὰ γιὰ νὰ κατανοήσουν κάποιοι ὅτι τούτη τὴν στιγμὴ διακυβεύεται ἡ ἱστορική μας ὕπαρξη. Ἂν ἀνεχτοῦμε τὴν ἐγκατάσταση τῶν μουσουλμανικῶν ὀρδῶν, ἂς θυροκολλήσουμε τὸ ἀγγελτήριο θανάτου μας. Σὲ λίγο καιρὸ δὲν θὰ ὑπάρχουν «καλοὶ σαμαρεῖτες», θὰ περιφέρονται ἐξαγριωμένοι μουσουλμάνοι ποὺ θὰ ξεσπάσουν πάνω μας γιὰ ὅλα τὰ δεινά τους.
Μὴν καταπίνετε τὰ παραμύθια τῶν σάπιων καναλιῶν. Μᾶς προορίζουν γιὰ εὐρωπαϊκὸ ἐμιράτο. Βρισκόμαστε ἐνώπιον ἐθνικῆς προδοσίας. Μὴν τοὺς πιστεύετε, λένε, ψέματα. Λυπηθεῖτε τὰ παιδιά σας, τὶς γυναῖκες σας, τὶς οἰκογένειές σας. Ὅλοι καὶ ὅλα γιὰ τὴν σωτηρία τῆς πατρίδας μας…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου