Σε έναν λόφο που ανεβαίνει από τη γη της Ηλείας σε ύψος 630 μέτρων βρίσκεται, σαν μια στεφάνη, το αρχαίο θέατρο της Πλατιάνας. Από εκεί μπορεί κανείς να αγναντέψει στη Δύση πέρα ώς το Ιόνιο και τις ακτές της Ζακύνθου και ολόγυρα τις πεδιάδες και τα όρη της Πελοποννήσου.
Είναι ένα από τα άγνωστα «κοχύλια», όπως είπε προχθές ο Σταύρος Μπένος από τον ρόλο του συντονιστή μιας πυκνής παρουσίασης από το «Διάζωμα» για το θέατρο της Πλατιάνας στο Μέγαρο Μουσικής.
Το θέατρο είναι μικρό (850 θέσεων), χτισμένο σε διαδοχικές φάσεις ώς την ελληνιστική εποχή, χτισμένο εξ ολοκλήρου από ντόπια ασβεστολιθική πέτρα. Μοιάζει κατακερματισμένο και ερειπωμένο, κομμάτι μιας ακρόπολης, μιας από τις πολλές της αρχαίας Τριφυλίας, ανάμεσα στον Αλφειό και τον Νέδα. Μαζί με τη δική του ιστορία αφύπνισης, ξυπνάει στη συνείδησή μας και όλη η ιστορία της αρχαίας Ηλείας, με τους λόφους της στεφανωμένους με οχυρωμένες ακροπόλεις.
Το αρχαίο θέατρο της Πλατιάνας έχει ευτυχήσει να έχει μελετηθεί εις βάθος. Και όπως είναι φυσικό (αλλά όχι αυτονόητο) και σύμφωνα με τη φιλοσοφία του «Διαζώματος», η ιστορία του και η σύγχρονη τύχη του συνεγείρει σε ένα δίκτυο την τοπική κοινωνία, τις δομές του κράτους, μέσω της Περιφέρειας, την Τοπική Αυτοδιοίκηση, τους ιδιώτες, τους αρχαιολόγους και τους αρχιτέκτονες μελετητές. Είδαμε, για ακόμη μία φορά, πώς ένα (μικρό) αρχαίο θέατρο μπορεί να προκαλέσει, να αφυπνίσει και να ενώσει δημιουργικές δυνάμεις και να συμβάλει, αυτό το «αρχαίο κοχύλι», στην ανάπτυξη της περιοχής.
Βαθύτερη κατανόηση
Από το 2002, όταν άρχισε διετές πρόγραμμα καθαρισμού και ανασκαφών και εν συνεχεία με το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο ώς τον Δεκέμβριο 2013 όταν υπογράφηκε προγραμματική σύμβαση πολιτισμικής ανάπτυξης, ύψους 100.000 ευρώ, μεταξύ του υπουργείου Πολιτισμού και της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας – Περιφερειακή Ενότητα Ηλείας, το θέατρο Πλατιάνας έρχεται στο φως μέσα από την βαθύτερη κατανόησή του.
Αυτή την τομή στον χρόνο παρουσίασε διεξοδικά η Ερωφίλη-Ιρις Κόλλια (προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ηλείας), που εστίασε στην κατασκευαστική ιδιαιτερότητα του θεάτρου, που έχει ομοιότητες με το θέατρο της Πλευρώνας στην Αιτωλία.
Μεταφέροντάς μας την εικόνα ενός σύγχρονου ερειπιώνα με πολλές αντικρουόμενες δυνάμεις φύσης, ύλης και χρόνου, η κυρία Κόλλια οριοθέτησε τις προτεραιότητες της εφορείας, που έχει κατακτήσει σημαντική γνώση. Παρούσα ήταν και η αρχαιολόγος Ζαχαρούλα Λεβεντούρη που όπως σημειώνει για την περιοχή, «είχε πιθανόν εγκαταλειφθεί έως τον 2ο αι. μ.Χ., καθώς δεν μνημονεύεται από τον Παυσανία».
Με την αρχαιολογική γνώση κατατεθειμένη, ήταν πράγματι συναρπαστικό το πέρασμα στη σκέψη της αρχιτεκτονικής μέσα από τη βαθιά, πλήρη όσο και ποιητική παρουσίαση των μελετητών Θεμιστοκλή Μπιλή και Μαρίας Μαγνήσαλη. Και οι δύο, σε διακριτές παρεμβάσεις, έδωσαν όχι μόνο τα στοιχεία της έρευνάς τους αλλά έθεσαν τα βασικά ερωτήματα για τη σύνδεση του «λανθάνοντος» μνημείου με τη σύγχρονη ζωή, απαντώντας επί της ουσίας σε μια βεντάλια προβληματισμού που ανακύπτει μπροστά σε ένα τέτοιο εγχείρημα.
Το «Διάζωμα» ήταν (και) προχθές μια γέφυρα προς την κοινωνία. Αυτό που είδαμε και ακούσαμε για το (άγνωστο στους πολλούς) αρχαίο θέατρο της Πλατιάνας ήταν μια ψηφίδα μιας τεράστιας, βουβής αλλά αποτελεσματικής κινητοποίησης του καλύτερου δυναμικού της χώρας. Με λέξεις-κλειδιά την έμπνευση και την εμπιστοσύνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου