Ο Γιόζεφ στο βιβλίο «Η Δίκη» του Κάφκα*, περιμένει να του σερβιριστεί το πρωινό στο διαμέρισμα του, όταν συλλαμβάνεται ξαφνικά, χωρίς καμία εξήγηση, από τους «φύλακες» που εκτελούν τις εντολές της εξουσίας. Κλεισμένος στη φυλακή, στη συνέχεια, προσπαθεί με αγωνία να καταλάβει γιατί κατηγορείται. Στις ερωτήσεις του παίρνει απαντήσεις που είναι μεν ορθολογικές και τεκμηριωμένες, αλλά ταυτόχρονα δεν έχουν καμία ουσία, κανένα πραγματικό νόημα. Παράλληλα, πρέπει να αποδεχθεί κανόνες και αποφάσεις που λαμβάνονται για τον ίδιο, αλλά χωρίς τον ίδιο.
Στην ομίχλη των εξελίξεων, σε μία ακατανόητη αλληλουχία γεγονότων και συμβάντων, ασκούνται τεράστιες πιέσεις στην ελευθερία του Γιόζεφ, οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια του. Ζητάει συνεχώς εξηγήσεις που δεν του δίνονται, με αποτέλεσμα να υποχρεώνεται να δεχτεί μία πραγματικότητα που του προσφέρεται ως «θέσφατο». Εν τούτοις, το αίσθημα της δικαιοσύνης μέσα του δεν το ανέχεται και του δημιουργεί μεγάλη δυσφορία. Έτσι, από τη μία πλευρά αντιδράει, ενώ από τη άλλη προσπαθεί να προσαρμοσθεί.
Απέναντι του έχει την απρόσωπη έκφραση της εξουσίας, η οποία ασκείται μέσα από αρχές και κανόνες που συνθέτουν ένα πολύπλοκο πλαίσιο διαδικασιών. Όλα αυτά υπερβαίνουν τον ατομικισμό και την ουσία της ύπαρξης του, με την έννοια πως η φρίκη της εξουσίας εκδηλώνεται μέσα από ορθολογικές μεν απαιτήσεις, αλλά αδικαιολόγητες με βάση την ανθρώπινη λογική. Η μοναδική λογική που φαίνεται να υπάρχει είναι ο φόβος των συνεπειών για τον ίδιο, από τη μη τήρηση κάποιων απροσδιόριστων κανόνων και νόμων που δήθεν παρέβλεψε.
Η αδυναμία του Γιόζεφ να κατανοήσει τι ακριβώς συμβαίνει, παρά τις αγωνιώδεις και φιλότιμες προσπάθειες του, φαίνεται από την ερώτηση της δεσποινίδας που θέλησε να τον βοηθήσει σαν σύμβουλος του. Σύμφωνα με αυτήν, για να είναι σε θέση να τον συμβουλεύσει, θα έπρεπε να γνωρίζει περί τίνος πρόκειται. Η απάντηση όμως του Γιόζεφ είναι αφοπλιστική: «Αυτό δεν το γνωρίζω ούτε εγώ ο ίδιος!».
Σε τελική ανάλυση ο Γιόζεφ καταστρέφεται πνευματικά, πολιτιστικά και ηθικά, όχι επειδή δικάζεται για πράξεις που δεν γνωρίζει, αλλά λόγω του ότι προσπαθεί να βρει εξηγήσεις που δεν υπάρχουν, ενώ κανένας δεν είναι διαθέσιμος να ασχοληθεί μαζί του. Στην ουσία αυτό που του συμβαίνει είναι ότι, το σύστημα που εξουσιάζει, που έχει τη δυνατότητα να συλλαμβάνει και να (κατά)δικάζει όποιον θέλει, αντιμετωπίζει διαφορετικά το «γιατί» σε σχέση με τον άνθρωπο που προσπαθεί να καταλάβει με βάση τις γνώσεις και τις εμπειρίες του ή με το πώς αντιλαμβάνεται τον προορισμό του.
Το μυθιστόρημα του Κάφκα μοιάζει με την ελληνική τραγωδία σε πάρα πολλά σημεία του, αφού οι Έλληνες βιώνουν μία οδυνηρή πραγματικότητα, χωρίς καν να μπορούν να την εξηγήσουν. Για να μπορεί όμως να επιβιώνει ο άνθρωπος, πόσο μάλλον να λειτουργεί ορθολογικά και δημιουργικά, πρέπει να είναι σε θέση να κατανοεί τις αιτίες αυτών που του συμβαίνουν. Διαφορετικά αυτοδιαλύεται και καταστρέφεται, όπως άλλωστε διαπιστώνουμε σήμερα στην Ελλάδα.
Εν τούτοις, καμία από τις πολιτικές ηγεσίες δεν δίνει υποφερτές εξηγήσεις στους Έλληνες, όσον αφορά τις τιμωρίες που ουσιαστικά τους επιβάλλονται, αφού εφαρμόζονται μέτρα που δεν έχουν απολύτως καμία προοπτική. Επομένως είναι παράλογα, εκτός εάν τα θεωρήσουν διώξεις και ποινές, για κάποια απροσδιόριστα αμαρτήματα τους: για νόμους και κανόνες που ίσως παρέβλεψαν, όπως ο πρωταγωνιστής του Κάφκα.
Οι περισσότεροι αναγκάζονται να αποδεχθούν τη νέα τάξη πραγμάτων, παρά το ότι δεν την κατανοούν και δεν την εγκρίνει το αίσθημα του δικαίου μέσα τους, από το φόβο της άσκησης βίας εναντίον τους, εκ μέρους μίας απρόσωπης, σκοτεινής εξουσίας με την ονομασία «Τρόικα». Εν προκειμένω, «βία» με την έννοια της χρεοκοπίας, της εξόδου από το ευρώ, της εξαθλίωσης, της απομόνωσης και της γεωπολιτικής καταδίκης τους.
Σε κάθε περίπτωση, οι Έλληνες νοιώθουν πως καταδικάζονται καθημερινά από ένα σύστημα που τους υπερβαίνει και τους εξευτελίζει, χωρίς να μπορούν να βρουν τις αιτίες. Αυτό που τους ενοχλεί αφόρητα δεν είναι τόσο οι μειώσεις των εισοδημάτων τους ή οι υπερβολικοί φόροι, αλλά το γιατί θα πρέπει να υποστούν τις συνέπειες, για κάτι που οι ίδιοι δεν προκάλεσαν. Επειδή όμως δεν παίρνουν από κανέναν ικανοποιητικές απαντήσεις, ενώ διαισθάνονται πως δεν προτείνεται καμία ρεαλιστική λύση, συσσωρεύεται η αγωνία μέσα τους. Η αγωνία αυτή μετατρέπεται σταδιακά σε πανικό που κάποια στιγμή θα προκαλέσει μία πολύ μεγάλη κοινωνική έκρηξη, εάν τελικά δεν συμβιβαστούν και δεν υποκύψουν.
Καλούνται ουσιαστικά να στηρίξουν μία πολιτική που τους συνθλίβει και που πρέπει να αναγκαστούν να πιστέψουν πως τους αντιπροσωπεύει, ενώ η αντίφαση αυτή τους δημιουργεί τεράστια κενά μέσα τους και μεγάλες ψυχικές πληγές.
Από την άλλη πλευρά, η πολιτική ηγεσία, κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση, θεωρούν την αποδοχή και τη συγκατάβαση των Ελλήνων δεδομένη. Η λογική του δεδομένου όμως μπορεί να διευκολύνει την εξουσία, όσον αφορά την αποφυγή των δύσκολων απαντήσεων, αλλά είναι απόλυτα καταστρεπτική, επειδή ανατρέπει την έννοια του ατομικισμού και της συλλογικότητας, οδηγώντας τελικά τις κοινωνίες στο χάος.
Ολοκληρώνοντας, οι Έλληνες θα υποκύψουν τότε μόνο στο σύστημα των μνημονίων και θα εφαρμόσουν την παράλογη λογική τους, όταν και αν μετατραπούν σε θύματα (μεταξύ άλλων με τη βοήθεια του εξευτελισμού, της απογύμνωσης από τα περιουσιακά τους στοιχεία, καθώς επίσης της καταρράκωσης της εθνικής και ατομικής τους αξιοπρέπειας). Αν καταφέρει δηλαδή η σκιώδης εξουσία με τα εγχώρια κομματικά της υποχείρια να τους πείσει ότι, είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για τα δεινά τους.
Με απλά λόγια πως αφού φταίνε οι ίδιοι, θα πρέπει να υποστούν τις συνέπειες, χωρίς να διαμαρτύρονται για την απώλεια της εθνικής τους κυριαρχίας, της δημόσιας και της ιδιωτικής περιουσίας τους, μετατρεπόμενοι εκούσια στην πρώτη αποικία χρέους της νέας τάξης πραγμάτων.
Θα τα καταφέρει; Το μέλλον θα δείξει. (*βιβλιογραφία: Α.Σ.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου