ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΜΑΣ

Σελίδες

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

ΦΕΝΕΟΣ 1944 : Η ΦΡΙΚΗ ΤΟΥ Κ.Κ.Ε


Ο Φενεός είναι το θυσιαστήριο του Κόκκινου Θηρίου. Εδώ, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο χιλιάδες άνθρωποι που το μόνο τους «έγκλημα» ήταν οτι δεν θέλησαν να γίνουν κομμουνιστές και να προδώσουν την πατρίδα και τη θρησκεία τους.Από όλη σχεδόν την Β.Πελοπόννησο, πήραν το δρόμο του μαρτυρίου προς τον Φενεό, όπου τα βασανισμένα σώματα τους ρίχτηκαν στο εκεί βάραθρο ή κατασπαράχτηκαν απο τα αγρίμια, στις πλαγιές και τις χαράδρες του Κακοβουνίου.

Ένα ασύλληπτο δράμα, μιά φρικτή γενοκτονία πού μόνο υπάνθρωποι γεμάτοι μίσος προς την ίδια τη Ζωή μπορούσαν να φανταστούν και να πραγματοποιήσουν. Μαύρες ψυχές τεράτων, που στο όνομα «ενός καλύτερου κόσμου» βασάνισαν, βίασαν, κατακρεούργησαν άνδρες, γυναίκες, παιδιά, βρέφη.

Η ΘΗΡΙΩΔΙΑ ΤΟΥ ΦΕΝΕΟΥ

Οι πρώτοι Εαμοελασίτες θα εμφανιστούν στο οροπέδιο του Φενεού, την άνοιξη του 1943. Οι κάτοικοι στην αρχή θα τους υποδεχτούν πανηγυρικά, γρήγορα όμως θα καταλάβουν τις προθέσεις τους. Βοσκοί και αγρότες, θα αρχίσουν να βλέπουν ανθρώπους, Έλληνες, που οι Ελασίτες τους είχαν ως κρατουμένους, να δέρνονται άγρια και να σφαγιάζονται απάνθρωπα. Και όταν κάποιοι τόλμησαν να διαμαρτυρηθούν, βρήκαν την ίδια τύχη.

Από τότε, τρόμος και απελπισία κυρίευσε τις καρδιές όλων. Η ζωή και η περιουσία τους, ανήκε πλέον στις διαθέσεις του κάθε αγροίκου ελασίτη, του κάθε σαδιστή οπλατζή.

Καθημερινά, μπουλούκια ανθρώπων καταφθάνουν συνοδεία οπλοφόρων του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ. Κανείς δεν ξέρει ποιοί είναι, από πού έρχονται, ούτε για ποιό λόγο είναι κρατούμενοι. Μεταφέρονται στη Μονή Αγ.Γεωργίου, η οποία αφού ήδη έχει «απελευθερωθεί» από τους μοναχούς- τους σφάγιασαν-, χρησιμοποιείται πλέον ως στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Στα ανήλια υπόγεια του μοναστηριού θα διαδραματιστούν αμέτρητες ιστορίες φρίκης.

Βασανιστήρια, βιασμοί, σφαγές.

Τα σώματα των μαρτύρων πετάγονται στις παρακείμενες χαράδρες όπου γίνονται βορά των αγριμιών. Σκυλιά περιφέρονται έχοντας στα σαγόνια τους χέρια, πόδια, σπλάχνα ανθρώπων.

Όταν η δυσοσμία και η σήψη στην περιοχή θα γίνουν ανυπόφορες, τη λύση θα δώσει ο –καταραμένος- Παναγάκης Οικονομόπουλος, κάτοικος του χωριού Φονιάς, όταν θα ανακαλύψει κοντά στην κορυφή του Κακοβουνίου ένα πολύ βαθύ βάραθρο. Από τότε, ο δρόμος απο τη Μονή ως το Βάραθρο θα γίνει ο Γολγοθάς αμέτρητων βασανισμένων ανθρώπων.

Ο ΓΟΛΓΟΘΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΒΑΡΑΘΡΟ

Από τα κελλιά του μοναστηριού, κάθε βράδυ ξεκινάνε δεκάδες τυραννισμένοι άνθρωποι. Δεν πρόκειται να επιστρέψουν. Θα γυρίσουν μόνο τα ματωμένα ρούχα τους, για να τα πλύνουν οι επόμενοι μελλοθάνατοι.

Δαρμένοι, νηστικοί και διψασμένοι, με τα χέρια δεμένα πίσω απο τις πλάτες, βαδίζουν. Άντρες, γυναίκες με τα μωρά στην αγκαλιά, γέροι, παιδάκια. Προχωράνε προς τον Θάνατο. Ενα θάνατο άδικο, παράλογο, ακατανόητο.

Γύρω τους, σαν λυσσασμένοι λύκοι, οι κομμουνιστές. Με βλοσυρές ματιές, με άγριες κουβέντες. Με βλαστήμιες και απειλές. Χτυπώντας τους με τους υποκόπανους των όπλων, τραβώντας και ξεριζώνοντας τους τα μαλλιά. Όταν φτάνουν κοντά στο βάραθρο, σταματούν. Τους λένε οτι θα τους πάνε για ανάκριση και τους παίρνουν ανά δύο.

Τους μεταφέρουν μπροστά στο φοβερό βάραθρο.

ΣΤΟ ΒΑΡΑΘΡΟ

Εκεί τους περιμένουν οι σφαγείς, κρατώντας τα σύνεργα τους. Βρίζοντας, χλευάζοντας και ουρλιάζοντας, τους καρφώνουν πολλές φορές με τα μαχαίρια τα σώματα τους, τους κόβουν τους λαιμούς, τους χτυπάνε με τον κωδωνοκρούστη της καμπάνας του μοναστηριού. Έπειτα, αρπάζουν τα σφαδάζοντα κορμιά τους και τα πετάνε στην φοβερή τρύπα.

Αυτό γίνεται κάθε βράδυ, για μήνες. Το αίμα στο χείλος του βάραθρου έχει πιάσει κρούστα, το ίδιο και οι πιτσιλιές στους γύρω βράχους. Ο πυθμένας έχει γεμίσει με πτώματα. Έτσι, όταν πέφτουν οι καινούργιοι σφαγμένοι, δεν σκοτώνονται απο την πρόσκρουση. Συνέρχονται και βρίσκουν αργό, εφιαλτικό θάνατο ανάμεσα στα λείψανα και τους σκελετούς των προηγουμένων.

Οι κραυγές τους για σωτηρία δεν φέρνουν αποτέλεσμα, αφού τα σκοινιά που ρίχνονται από κάποιους γενναίους χωρικούς, δεν μπορούν να τα πιάσουν με τα χέρια δεμένα.

Τα ουρλιαχτά και οι θρήνοι τους, στοιχειώνουν τον τόπο μέχρι σήμερα.

ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ

Πόσοι άνθρωποι άραγε θανατώθηκαν στον Φενεό; Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά. Ολόκληρες οικογένειες, άγνωστοι άνθρωποι, θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους γύρω απο το βάραθρο και στις πλαγιές του Κακοβουνίου, ενώ πολλοί άλλοι σοροί θυμάτων φαγώθηκαν απο τα άγρια ζώα.

Υπολογίζονται περί τις 3-4.000 νεκρών, ενώ κατορθώθηκε να αναγνωριστούν περίπου 1.800 θύματα, τα ονόματα των οποίων είναι τα κάτωθι:

ΔΑΙΜΟΝΟΛΟΓΙΟ
 Τα ανθρωπόμορφα κτήνη, που βεβήλωσαν την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση, ήταν:

Ιθύνων νους:

Ζέγγος Θεόδωρος και Ανδρεαδάκης Δημήτριος, υπεύθυνοι του ΚΚΕ για τους νομούς Κορινθίας-Αργολίδας.

Επιτροπή που αποφάσιζε τις εκτελέσεις:

Τζανέλος Όθων (*)
 Λέκκας Νικήτας
 Καραΐσκας Απόστολος
 Αναγνωστόπουλος Δήμος

* Βρίσκεται εν ζωή και κατοικεί στην Αθήνα, περιοχή Ζωγράφου

ΣΦΑΓΕΙΣ
 Πισογιαννάκης Γεώργιος ή Κρητικός, αρχισφαγέας.
 Πρόβος Βλάσιος
 Σερμπέτης Κωνσταντίνος
 Σαμαρτζής Νικήτας (η απολογία του: http://clubs.pathfinder.gr/Iapetos_/665993)
 Φραγγοράφτης Ιωάννης
 Τομαράς Αντώνιος
 Γκιόκας Θύμιος
 Οικονομόπουλος Βλάσιος
 Ζιάγκος Παναγιώτης
 Σταυρόπουλος Νικόλαος
 Δασκαλόπουλος Νικόλαος
 Αδαμόπουλος Γιάννης
 Σίμος (από το Λουτράκι)
 Καραΐσκος Απόστολος

-Είθε να καίγονται όλοι στην Κόλαση-

———————————————–

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΦΕΝΕΟΥ

Κάποιες από τις ιστορίες φρίκης του Φενεού, απο το βιβλίο του Γιάννη Μπαλαφούτα «ΦΕΝΕΟΣ 1943-44»

ΒΑΣΙΛΩ ΣΤΑΪΚΟΥ

«….Τα σκοτάδια που ‘ρχονται τις νύχτες τους παγώνουν και κάνουν τις ψυχές τους να κιοτεύουν σαν βλέπουν να βάζουν δεκάδες ανθρώπους στην γραμμή να τους γδύνουν, να τους δένουν κι έπειτα από ώρες να ‘ρχονται μόνον οι οπλισμένοι συνοδοί τους με αίματα.

Πένθιμες ώρες γεμάτες αγωνία που δεν έλεγαν να περάσουν μέσα στην κόλαση που βρέθηκαν. Μέρες χωρίς τελειωμό μέσα στον ιερό χώρο που τον έχουν μεταβάλλει σε τόπο βασανισμών κι ανελέητης σφαγής, που δεν λέει ν’ αδειάσει από μελλοθάνατους, γιατί κάθε μέρα νέα ανθρώπινα μπουλούκια κλείνονται στα κελιά.

Με σιωπηλή λύπη και κρυφή νοσταλγία κρατάνε σφιχτά τις αναμνήσεις της πιο λεύτερης ζωής τους με την αβάσταχτη λαχτάρα που ποτέ δεν θα ‘ρθει. Τις ώρες τούτες τις ασάλευτες που η απελπισία σπάραζε τα σπλάχνα των δύστυχων κι οι συμφορές τους κατατρέχανε, ένα περιστατικό τρύπωσε στην καρδιά τους.

Η Βασίλω του Γιώργη του Στάϊκου με τα τέσσερα κορίτσια της που ‘ταν κοντά της κρατούμενες, άρχισε να κοιλοπονάει. Στην αρχή το ‘κρυψε η άμοιρη, μα καθώς η ώρα περνούσε το μωρό που ‘χε μέσα της ετοιμάστηκε να βγει στην ζωή. Με όλη τους την αγάπη οι Βαλτετσιώτες κρατούμενοι κι οι άλλοι φυλακισμένοι, έκαναν ότι ήταν στο χέρι τους, να την βοηθήσουν. Έφτιαξαν κύκλο γύρω της να κρύψουν τον υπερκόσμιο αγώνα της, έσκισαν τα ρούχα τους, τα ‘πλυναν και τα τοίμασαν να σκεπάσουν την γύμνια του μωρού. Κι όταν το πρόσωπο της μάνας ξεκαθάρισε και γαλήνεψε μετά τους τελευταίους βόγγους της, σ’ όλους βλάστησε το χαμόγελο κι η χαρά. Βγάζουν από την καρδιά τους ευχές και καλοδέχονται το παιδάκι που ‘ρθε στον κόσμο τον ανθρώπινο. Κι η μάνα η παραπονεμένη κι αδύνατη με κερωμένο το πρόσωπο έχοντας ξεχάσει το περιβάλλον της δυστυχίας δέχεται με έκφραση ευγνωμοσύνης τις περιποιήσεις και την αγάπη όλων. Και κείνοι ακόμη οι αποστολικοί καλόγεροι βρίσκονται κοντά της και της προσφέρουν σαν τους μάγους της ανατολής πολύτιμο μαγειρεμένο φαγητό.

Δυστυχώς αυτό το πανέμορφο σκηνικό με την ευλογία του θεού δεν βάστηξε πολύ. Οι άνθρωποι που βάσταγαν τα ντουφέκια και υλοποιούσαν τα τυραννικά σχέδια της ηγεσίας τους, οι απωθητικοί κι οι ασυμπάθιστοι με τα μεγαλόστομα πυροτεχνήματα, αισθάνθηκαν ενοχλημένοι. Οι φωνές του νεογέννητου που ‘ταν κραυγές ζωής έπρεπε να σωπάσουν για πάντα μέσα στο χώρο που υφαινόταν ο θάνατος.

Οι άνθρωποι που ζητάνε ραγιάδικη υποταγή, κοιτάζουν με περιπαικτικό βλέμμα τους συγκεντρωμένους χωρίς να χαίρονται. Κι ύστερα, με κομμένη την ανάσα οι συγκεντρωμένοι παρακολουθούν να κατεβαίνει και πλησιάζει ο πιο βλοσυρός κι ο πιο άπονος, γνωστός βασανιστής οπλισμένος. Και μόνον η παρουσία του δημιούργησε ανησυχία και φόβο.

Ο ΟΠΛΑτζής με το τραχύ χλευαστικό πρόσωπο, την τραγίσια γενειάδα και την ύπουλη ματιά που σ’ όλους προξενούσε ανασφάλεια, χωρίς να χαιρετήσει και φανερώσει τις προθέσεις του, σκύβει πάνω από την λεχώνα και σαν νέος Ηρώδης παίρνει στα χέρια του το παιδί και φεύγει. Μόνον η δύστυχη μάνα ικετεύει, κλαίει δυνατά και ζητάει το παιδί της. Όλοι οι άλλοι παρακολουθούν άναυδοι την τραγωδία. Παρακολουθούν τον υποκριτικό φονιά, τον άξεστο παρορμητικό, που με ορθωμένο το άγριο βλέμμα του, τους κοιτάζει με περιφρόνηση κρατώντας το νεαρό βλαστό με εχθρότητα.

Τίποτε δεν στέκεται ικανό να περιγράψει την κακουργία του εξεσφενδονισμού του νεογέννητου, που άφησε το τελευταίο του κλάμα στη δασωμένη πλαγιά. Δεν υπάρχουν λόγια να παρουσιάσει κανείς της μάνας τη σκοτωμένη ψυχή, τη κομματιασμένη από πόνο καρδιά της. Τη μάνα που ζητούσε να ήταν σκοτωμένη για να μην πιεί το ξέχειλο αυτό κανάτι με το πιο φοβερό δηλητήριο.

Σκηνές γεμάτες απόγνωση κι αβάσταχτο πόνο. Αξέχαστες στιγμές φρίκης με την περιφρόνηση κάθε εκδήλωσης ζωής, που αφήνουν πίσω τους, τους λυγμούς να παρηγορούν τις τρομερές σκέψεις. Κι οι Βαλτετσιώτες χωρίς να μπορούν να ξεχάσουν την δυο φορές άμοιρη Βασίλω Στάϊκου που λυώνει στην κάθε στιγμή από το δράμα της, βλέπουν το θάνατο να τους τραβάει κοντά του. Παρακολουθούν αυτούς με τη σκληρή συμπεριφορά, την εγωιστική με την παράλογη αντίληψη για λευτεριά και την αγένεια που όλους τους έβαζαν στην υποψία. Ακούνε αυτούς με την αρνητική φαντασία, τους υποκριτικούς κι άφιλους, που όλο για ύποπτους μιλάνε, για ανθρώπους με δουλική ιδιοσυγκρασία και τον αστικό τρόπο που σκεπτόσανε. Τους βλέπουν που συμφωνούν σε κάθε κατηγόρια με θανατερή πράξη κι υποχρεώνονται να βάζουν την ουρά κάτω από τα σκέλια και να περιμένουν το δικό τους αφανισμό.

Κι όλο ρωτούσαν. Ποιός είναι αλήθεια ο εχθρός; Οι ξένοι ή ντόπιοι σε τούτο τον τόπο; Μαντρωμένοι μέσα στη μονή κανείς τους δεν ήξερε αν θα γλύτωνε από το μακελιό. Ο μαύρος και θαμπερός ήλιος της καλοκαιριάτικης μέρας του Ιουλίου, χωμένος μέσα σε σκοτεινιασμένα σύννεφα, έδινε τα προμηνύματα της νέας σφαγής. Το αφέγγαρο τούτο βράδυ ο χαλασμός θα κορύφωνε το απαίσιο έργο του με το νέο χριστιανικό αίμα που θα χυνόταν. Κι όταν κύλησαν οι ώρες κι ήρθαν τα σκοτάδια της νύχτας ανοίγει η αυλαία για το νέο μακελειό. Πριν χαράξει οι 19 από το Βαλτέτσι:

Χρήστος Π. Καραμάνης 58 χρόνων
 Παναγιώτης Π. Καραμάνης 39 χρόνων
 Γιωργία Αθ. Καραθάνου 22 χρόνων
 Μαρία Γ. Κοκκάλα 25 χρόνων
 Γιώργης Ν. Κρουμπούζος 18 χρόνων
 Γιάννης Ελ. Μέλλος 32 χρόνων
 Αγγελική Γ. Μπαμή 28 χρόνων—έγκυος
 Μαρία Γ. Μπαμή 18 χρόνων
 Βασίλειος Π. Μπόλλας 55 χρόνων
 Θεόδωρος I. Πολλάλης 19 χρόνων
 Αντώνιος Γ. Παύλος 16 χρόνων
 Γιάννης Αρ. Ρούσσος 58 χρόνων
 Γιώργης Ν. Σαραντόπουλος 70 χρόνων
 Γιώργης I. Σουρούνης 45 χρόνων
 Βασίλω Γ. Στάϊκου 32 χρόνων
 Παναγιώτα Γ. Στάϊκου 17 χρόνων — κόρη της
 Γιωργία Γ. Στάϊκου 15 χρόνων —κόρη της
 Μαρία Γ. Στάϊκου 13 χρόνων — κόρη της
 Κωνσταντίνα Γ. Στάϊκου 11 χρόνων — κόρη της, μαζί με άλλους προχωρούν να φτάσουν στο βάραθρο. Η απότομη πλαγιά, το βασίλειο της γαλήνης και της ομορφιάς γίνεται τόπος αναστεναγμών και σφαγής.

Κι όταν ο ήλιος σηκώθηκε δειλά δειλά από την ράχη δεν ακούστηκαν των κοπαδιών τα βελάσματα ούτε τα κουδουνίσματα. Οι δροσερές αύρες δεν ξεχύθηκαν στους τόπους παρά μόνον ο φλογισμένος, ο αποπνικτικός αέρας συνόδευε τις ψυχές των αθώων…».

ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΥΛΑ ΜΠΑΡΛΑ

«…Στις 23 Ιουνίου ένα μπουλούκι ΕΑΜ – ΕΛΑΣίτες ανεβαίνει στα μαντριά των αδερφών Μπάρλα κι αρχίζει τη λεηλασία. Παίρνουν πεντακόσια γιδοπρόβατα, φορτώνουν τυριά, βούτυρα, στάρια, ρουχισμό και τσίγκους ακόμη που βρήκαν κι έφυγαν. Μουδιασμένοι, αμίλητοι, παγωμένοι, παρακολουθούν οι ρακένδυτοι απλοί άνθρωποι της βιοπάλης τους ανθρώπους που φόραγαν τις μουτσούνες του λευτερωτή, που τους ρήμαξαν και τους άφησαν την απελπισία και την απόγνωση. Είναι τα λύτρα της τόλμης του Αποστόλη που κατάφερε να γλυτώσει από τη σφαγή. Κι ενώ πίστεψαν οι άμοιροι πως τέλειωσε η εχθρική τους διάθεση με την αντιπατριωτική τους συμπεριφορά στις 29 Ιουνίου ξαναχτύπησαν.

Βρήκαν την Παρασκευούλα τη γυναίκα του Αγγελή Μπάρλα με το αβάφτιστο μωρό της και τους ξεσήκωσαν. Με φανερή την τρομάρα η γυναίκα της στάνης η απλή μητέρα της λαγκαδιάς, οδηγείται στη Φρουσούνα, στου Τάτσι, τη Σκοτεινή, τη Λαύκα, τη Γκιόζα και κλείνεται στο μοναστήρι τ’ Άι – Γιώργη κρατούμενη. Σ’ όλη τη διαδρομή η χωριατοπούλα με την αθώα βουνίσια ψυχή με το λυγερό κι ανάλαφρο κορμί της που δεν λογάριαζε αποστάσεις, ζει την αυταρχικότητα και την εχθρική συμπεριφορά. Αισθάνεται ψυχικό πόνο και στο κορμί της να χύνονται ατέλειωτοι καταρράκτες, σαν τους ακούει να μιλάνε για βασανισμούς και φόνους. Νιώθει να βαθιωριζώνει η ταπείνωση κι η αποκτήνωση.

Η παραμονή της στο στρατόπεδο της μονής είναι γεμάτη πικρές μέρες κι ώρες ζόφου, αλληλοσπαραγμού και τρόμου. Ζει σε μια ατμόσφαιρα φρικιαστικών μαρτυρίων και δολοφονιών. Τους βλέπει που στρέφονται ενάντια στον συμπατριώτη αδερφό, στην πατρίδα, στο θεό και περιμένει την οργή που θα ξεσπάσει πάνω τους. Η ελπίδα της ζωής που κρυβόταν μέσα της, κάθε μέρα μικραίνει από το καθημερινό κακό. Η μικρομάνα με τις κτηνοτροφικές δουλειές χωμένη στα ολόπικρα βάσανα με τα φαρμακερά λόγια της ΚΚΕδικης κόλασης κάνει το μεγάλο αγώνα να θρέψει το μωράκι της.

Έφυγε το γέλιο της, η ζωή της. Την τσακίζει η αγωνία που δεν φαίνεται πουθενά η ελπίδα ζωής. Βλέπει το μαχαίρι του θανάτου χειροπιαστό πάνω στο παιδί της και νιώθει τα χτυπήματα της καρδιάς της κάθε μέρα να χτυπάνε για στερνή φορά. Η αταίριαστη αυτή συμπεριφορά των αδερφοκτόνων την βαλαντώνει. Ο θάνατος που ‘πεφτε πάνω στους αγνούς βιοπαλαιστές που χωρίς οίκτο τους ρίχνουν στο θυσιαστήριο με αιμοβόρα μανία, τη γεμίζει δάκρυα και λυγμούς με το βαρύ πόνο της αδικίας.

Ο γνωστός τσοπάνης Σαρανταυγάς που βρήκε τρόπο και το ‘σκασε από το μοναστήρι που ‘ταν κρατούμενος, είπε ότι την παραμονή της σφαγής της, ο ηγούμενος της μονής της είπε ιδιαίτερα, εμπιστευτικά να βαφτίσει το παιδί της, πως οι ώρες είναι κρίσιμες και κανείς δεν ξέρει αν θα ζήσει και πόσο. Κι η Παρασκευούλα με ματωμένη την ψυχή άκουσε τα πατρικά λόγια και χωρίς καθυστέρηση έκανε το μυστήριο, χωρίς τον άντρα, χωρίς τους δικούς, χωρίς τραγούδια και χαρές.

Την άλλη μέρα τη φώναξαν αργά το βράδυ να ‘τοιμαστεί για κείνο το χωρίς γυρισμό ταξίδι για την ταξιαρχία. Με πρόσωπο, χλωμό, κερωμένο, άκουσε πως ήρθε κι η δική της η σειρά και μούδιασε. Μια μεγάλη πέτρα πλάκωσε τα στήθια της κι ακούει την καρδιά της να πηγαίνει να σπάσει. Μέσα στην ταραχή και την αναστάτωση που την συγκλονίζει, αγωνίζεται να βρει δύναμη να πλύνει και να νεκροντύσει το σπλάχνο της.

Το αγκαλιάζει, το φιλεί τρυφερά, ακουμπάει τα μάγουλά της στο πρόσωπο του μωρού κι αφήνει τα δάκρυά της να κυλάνε. Η αγνή τσοπανούλα δένει τη νάκα (δερμάτινη κούνια και μέσον μεταφοράς) με το μωρό της στη μέση της, στα στήθια της, και μπαίνει στην μακρόσυρτη ανθρώπινη φάλαγγα των μελλοθάνατων. Βαδίζει στ’ άγνωστα σκοτάδια με έκφραση βαριά κι όψη θλιμμένη. Σέρνει το κορμί της στους τάφους. Με πληγωμένα τα σωθικά της ανεβαίνει την απότομη πλαγιά να συναντήσει τη φρικτή τραγωδία στο βάραθρο. Πάνω στο μικρό λόφο έχει στηθεί το σκηνικό του θανάτου. Είναι ο τόπος του μαρτυρίου με το αλυσοδεμένο ανθρώπινο καραβάνι που τρέφει το δέντρο του διχασμού.

Η μικρομάνα παραμένει σύμβολο αρετής, φύλακας άγρυπνος της αφοσιωμένης μητέρας και δεν επιτρέπει τη σφαγή του παιδιού της. Οι στιγμές της ζωής τελειώνουν. Ο ουρανός στέκεται πάνω από τους μελλοθάνατους και παρακολουθεί το χαλασμό. Το αίμα κι οι βόγγοι κυλάνε στο απύθμενο βάραθρο. Το βουνό που κρύβει τ’ άψυχα κορμιά στους κόρφους του, βαστάει την ανάσα του κι αφουγκράζεται το δράμα. Τα χαμόκλαδα και τα ελάτια μένουν βουβά στην τρομαγμένη ερημιά που την περιζώνει ο χάρος.

Κι όταν ήρθαν οι λεύτερες μέρες κι οι συγγενείς των σφαγμένων έστησαν τις τροχαλίες κι έβγαζαν τα σαπουνοποιημένα πτώματα από το Βάραθρο στο Κακοβούνι, ανέβασαν την Παρασκευούλα του Αγγελή του Μπάρλα πάνω στη γη με τη νάκα πάνω της. Τρανή βεβαίωση της βοσκοπούλας μάνας που δεν άφησε να μακελέψουν το μωρό της κι αγωνίστηκε να το προστατέψει και μέσα στον Άδη…» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου